Στην πολιτική και στην οικονομία είναι κανόνας ότι δεν μπορείς να λειτουργείς με υποθέσεις, μπορείς ωστόσο να επεξεργάζεσαι σενάρια στρατηγικής βασιζόμενης σε εμπειρικές αναλύσεις της πραγματικότητας με συνεπικούρηση του ενστίκτου. Για δύο λόγους υπάρχει περίπτωση, ως κυβέρνηση και κοινωνία, να μετανιώσουμε πικρά στο κοντινό μέλλον:
1. Γιατί αβασάνιστα η Κυβέρνηση ήταν απορριπτική στην πιστωτική-προληπτική γραμμή χρηματοδότησης που θα ελαχιστοποιούσε το ρίσκο εξόδου στις αγορές. Είναι αλήθεια ότι επένδυσε πολλά στη στρατηγική της εξόδου από τα μνημόνια για λόγους προφανώς πολιτικού εντυπωσιασμού. Ομως η καθημερινότητα των αγορών δεν μας περίμενε με ανοικτή, ζεστή αγκαλιά να μας υποδεχθεί, αλλά αντίθετα με ψυχρή λογική να μας κατασπαράξει, όπως εξάλλου φαίνεται από τις υψηλές αποδόσεις των ομολόγων. Το μαξιλάρι των 20 δισ. μέχρι πότε θα είναι αρκετό να καλύψει τα κενά της οικονομίας;
2. Αντίστροφα υπάρχει πιθανότητα να αποδειχθεί σύντομα πως μεγάλο λάθος δεν ήταν ότι μπήκαμε στα μνημόνια αλλά μεγαλύτερο λάθος είναι ότι βγήκαμε από τα μνημόνια με μια οικονομία σε αρρυθμία, ακανόνιστη και απροετοίμαστη και μια ανάπτυξη αναιμική, καθώς δεν έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια δυναμική εκτίναξη. Από την άλλη μεθοδικά, οργανωμένα και συντονισμένα παρατηρούμε να επαναλαμβάνεται ο κακός μας εαυτός με αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο, απερίσκεπτη πολιτική κοινωνικών παροχών που ευνοούν βραχυπρόθεσμα κοινωνικές ομάδες π.χ. αύξηση κατώτατου μισθού, επαναφορά συλλογικών συμβάσεων, συνταξιούχοι, μειώσεις εισφορών, ενώ το δημογραφικό είναι σε έκρηξη και το ισοζύγιο εργαζομένων – συνταξιούχων είναι 1 προς 0,7.
Καμία βεβαίως αντίρρηση για όλα αυτά, εξάλλου ποιος λογικός άνθρωπος θα διαφωνούσε! Πότε όμως; Σε ένα περιβάλλον πραγματικής οικονομίας που παράγει και λειτουργεί συνεργαζόμενη με τον παραγωγικό ιστό της χώρας, ανταγωνιστικότητας με προηγμένη καινοτομία και υψηλό τεχνολογικό know-how, αυτo-υποκινούμενης παραγωγικότητας λόγω βαθιάς πίστης ότι κάτι θα αλλάξει σε αυτή τη χώρα με όφελος που θα αντανακλά σε όλους αλλά και ικανού αριθμού επιχειρήσεων, ελληνικών και πολυεθνικών, που θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας, προτού δεχθούν τις αναγκαστικές, κανονιστικές κρατικές παρεμβάσεις και αφού εξασφαλίσει σε αυτές η Πολιτεία σταθερότητα περιβάλλοντος.
Δυστυχώς, ο εφιάλτης θα πλησιάζει καθώς θα βρεθούμε απροετοίμαστοι αν δεν απαλλαγούμε από τους κακούς δαίμονες, συνήθειες που υπάρχουν μέσα μας, αν δεν κατανοούμε την πραγματικότητα ως έχει και όχι να την ερμηνεύσουμε με βάση τα προσωπικά μας πιστεύω και αν δεν είμαστε λιγότερο επιρρεπείς στο παραμύθι της επόμενης μέρας που θα έχει τέλος καλό.
Αυτό σημαίνει τα εξής:
– Ο μύθος του πλεονάσματος πρέπει να εξαφανιστεί καθώς δεν υπάρχει. Προκύπτει βεβαίως, εδώ και χρόνια, λόγω ασυνέπειας του κράτους στην πληρωμή των υποχρεώσεών του και λόγω καθυστέρησης υλοποίησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μεταφράζεται σε «ανάπτυξη που πηγαίνει περίπατο».
– Ο μύθος του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης καταρρέει καθώς για το πρώτο εξάμηνο (με όρους πραγματικής ανάλυσης) είναι στο 0,55% και άρα για να επιτευχθεί ο στόχος προϋπολογισμού 2,1% για το 2018 απαιτείται για το δεύτερο εξάμηνο 3,65%, πράγμα ανέφικτο. Ως εκ τούτου, στα τέλη του χρόνου θα κινηθεί στο 1,5%-1,8% του ΑΕΠ.
– Ο μύθος των επενδύσεων. Πρέπει να αναλυθεί και να διευκρινιστεί ότι οι εγχώριες επενδύσεις δεν αρκούν καθώς πρέπει να υποστηριχθούν από αντίστοιχο ρυθμό αποταμίευσης. Ως εκ τούτου χρειάζονται ξένα επενδυτικά κεφάλαια και ταυτόχρονα να στοιχειοθετηθεί μία δυναμική στρατηγική εξαγωγών που άμεσα θα καλύψει το χάσμα αποταμίευσης – επενδύσεων.
Εάν όλα αυτά συνδυασθούν και με την εμπειρία των, εδώ και χρόνια, ανίκανων διαχειριστών της εξουσίας, τότε ο κίνδυνος μεγιστοποιείται και η ανασφάλεια θα κατατρύχει μεγάλες ομάδες της κοινωνίας.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ.