Για την Αλίκη των θαυμάτων
Πριν από λίγους μήνες στο σπίτι της, ημέρα των γενεθλίων της. Στην τούρτα ένα κεράκι. Ενας αιώνας. Ναι, ένας αιώνας ζωής. «Πάμε για τον επόμενο τώρα» είπε σβήνοντας το κεράκι.
Σε κάποιους ανθρώπους ο θάνατος δεν ταιριάζει. Για την Αλίκη το «δεν είναι δυνατόν» απλά δεν υπάρχει. Η Αλίκη, ένα φαινόμενο με γνωρίσματα αναπάντεχα, αλλόκοτα, σπάνια, σχεδόν αόρατα για ένα δημόσιο πρόσωπο. Μιλώ για το σθένος το ακατάβλητο, τη μαχητικότητα, το ασυμβίβαστο που δεν αναζητά, ως ασυμβίβαστο, τα δικά του ανταλλάγματα. Μιλώ για την ηθική μιας σχεδόν παιδικής και άγνωστης ανιδιοτέλειας:
«Δεν με νοιάζει ποιος είσαι εσύ απέναντί μου, δεν με νοιάζει αν είσαι πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρωθυπουργός, πρύτανης, επιστήμονας, υπερεπιστήμονας, ληστής, αρχιφύλακας, κατά συρροή δολοφόνος, εγώ θα πω και θα κάνω το δικό μου, αυτό που κρίνω δίκαιο και σωστό. Κι αν εσύ με πείσεις για το δίκαιο των δικών σου επιχειρημάτων, θα αναγνωρίσω το λάθος μου και θα παραιτηθώ την ίδια στιγμή από την υπεράσπιση των θέσεών μου. Αλλά μέχρις ότου συμβεί, και αν συμβεί, αυτό, θυμώνω, αγανακτώ, παλεύω να μην αφήσω ορφανές τις θέσεις, τις αξίες μου».
Κάπως έτσι κρατώ στη μνήμη μου την Αλίκη. Αγωνίστρια, ακτιβίστρια, υπερασπίστρια, όσο κανείς άλλος, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια ζωή αφιερωμένη στην ισότητα των γυναικών και στην καταπολέμηση των διακρίσεων και των στερεοτύπων που συρρικνώνουν και φτωχαίνουν την υπόθεση της ζωής. Οπως και με την τέχνη, η πορεία της όλη ήταν μια ζωντανή απόδειξη ότι η ζωή έτσι όπως είναι δεν μας είναι αρκετή.
Τη γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σαν καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο. Ηταν η πρώτη γυναίκα πρύτανης στην Ελλάδα. Μόλις είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου ψυχολογίας στη Γενεύη και με προσέλαβε ως βοηθό της. Τότε άρχισε να ξετυλίγεται για μένα ένα μαγικό κουβάρι γνώσης. Τα μοναδικά μαθήματα που έκανε στις φυλακές με τον αείμνηστο Ηλία Δασκαλάκη και τον Ιάκωβο Φαρσεδάκη μαζί με φοιτητές και κρατουμένους μάς μύησαν στα μονοπάτια μιας αντισυμβατικής διδασκαλίας, άμεσης, ζωντανής, ανθρώπινης, όπου πρόβαλλαν ως αντικείμενα προς διερεύνηση ένα σωρό σημαντικά ζητήματα, όπως o σκοτεινός αριθμός εγκληματικότητας, το στίγμα, η στέρηση της ελευθερίας ως εγκληματογόνος παράγοντας, οι εγκληματίες του λευκού περιλαίμιου, οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα μιας αντίληψης του εγκλήματος βασισμένης αποκλειστικά και μόνο στην άποψη της ασφάλειας, η κατασκευή επικίνδυνων εγκληματιών. Ως ψυχολόγος κοντά της βρέθηκα να κατανοώ αλλιώς όχι μόνο την εγκληματολογία αλλά και την ίδια την επιστήμη της ψυχολογίας.
Αγωνίστρια μέχρι την τελευταία στιγμή. Μια φράση από το «Ράγισμα» του Σκοτ Φιτζέραλντ τής ανήκει: «Τα πράγματα είναι απέλπιδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαι αποφασισμένος να τα παλέψω μέχρι τέλους».
Γιατί μόνο τότε αξίζει αυτός ο παράξενος κόσμος που κατοικούμε και μας κατοικεί, όταν παλεύεις για να τον κάνεις καλύτερο. Οταν με όλη τη δύναμη της σκέψης σου ανοίγεσαι όχι απλώς σε εκείνο-που-δεν-υπάρχει ακόμα, αλλά κυρίως σε εκείνο-που-δεν έχεις καταλάβει ακόμα. Μέχρι τέλους… Γιατί βέβαια το τέλος ήλθε χθες. Σε μια ξεχωριστή τελετή, γιατί έτσι ήταν η επιθυμία της. Δεν ήθελε κόσμο στην κηδεία της. Μια σιωπηλή ιδιωτική κηδεία ήθελε. Η είδηση του θανάτου της να μαθευτεί μετά την ταφή. Να μην είναι κανείς, μα κανείς, όχι λόγοι, όχι δημόσιες τοποθετήσεις. Η σιωπή.
Εγινε σεβαστή η επιθυμία της. Τρεις άνθρωποι μόνο, ο Αλέξανδρος Σισιλιάνος, ο αγαπημένος της ανιψιός, ο γιος του, κι άλλοι τρεις που «παραβίασαν» την επιθυμία της γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς και τη συνόδευσαν διακριτικά στην τελευταία της κατοικία. Σε μια εποχή όπου δυστυχώς οι κηδείες διαδέχονται η μια την άλλη, ομολογώ ότι δεν έχω ζήσει μια τέτοια διαταρακτική και σημαίνουσα σιωπή. Σε μια εποχή που βουλιάζει μέσα σε εκκωφαντικούς θορύβους που πνίγουν τη φωνή σου. Η σιωπή ως τελευταία πράξη διαμαρτυρίας της μοναδικής Αλίκης των θαυμάτων.
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ