Πόλη της Θουριγγίας, περίπου 250 χλμ. νοτιοδυτικά από το Βερολίνο, πρωτεύουσα του Μεγάλου Δουκάτου της Σαξονίας-Βαϊμάρης-Αϊζεναχ έως τον Νοέμβριο του 1918, η Βαϊμάρη ήταν επίσης γνωστή ως λίκνο γραμμάτων και τεχνών, ως τόπος διαμονής κατά καιρούς του Γκαίτε, του Σίλερ, του Χέρντερ, του Λιστ και άλλων. Επίσης, θα γινόταν έδρα του θρυλικού Μπάουχαους από το 1919 έως το 1925, οπότε η Σχολή που είχε ιδρύσει ο Βάλτερ Γκρόπιους μεταφέρθηκε στο Ντεσάου. Εκεί λοιπόν, στο Νέο Εθνικό Θέατρο, χτισμένο το 1907 στη θέση της παλιάς Οπερας, συνήλθε στις 6 Φεβρουαρίου 1919 – μιας και η κατάσταση στο Βερολίνο παρέμενε ακόμη ρευστή – η Συντακτική Συνέλευση που είχε προκύψει από τις εκλογές της 19ης Ιανουαρίου.
Στις πρώτες αυτές μετά το 1918 γερμανικές εκλογές (για πρώτη φορά ψήφιζαν και οι γυναίκες) πρώτο κόμμα είχαν αναδειχθεί οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 37,9% των ψήφων και 163 έδρες από τις συνολικά 423. Η πλειοψηφία της Συνέλευσης, η οποία εκτός από το SPD περιελάμβανε επίσης το καθολικό Κόμμα του Κέντρου, πρόδρομο των Χριστιανοδημοκρατών, και τους φιλελεύθερους του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος (DDP), θα εγκρίνει τελικά το λεγόμενο Σύνταγμα της Βαϊμάρης, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και με το οποίο θα κυβερνηθεί η Γερμανία έως το 1933. Λίγες μέρες αργότερα, πρόεδρος της νεοσύστατης Γερμανικής Δημοκρατίας θα εκλεγεί από τη Συνέλευση ο σοσιαλδημοκράτης Φρίντριχ Εμπερτ, έως τότε πρωθυπουργός, ο οποίος και θα παραμείνει σε αυτή τη θέση έως τον θάνατό του, το 1925.
Περίπου μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές της 19ης Ιανουαρίου, το Βερολίνο είχε ζήσει οριακές καταστάσεις. Ηδη από τις 6 Ιανουαρίου, και κυρίως κατά το διήμερο 9-10 Ιανουαρίου, η εξουσία στη γερμανική πρωτεύουσα έδειχνε έτοιμη να περάσει στα χέρια ενός – εν μέρει ετερόκλητου, αλλά πάντως αποφασισμένου – συνασπισμού επαναστατικών δυνάμεων, αποτελούμενου κυρίως από τους Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές (USPD), αριστερή διάσπαση του κραταιού SPD, τους Σπαρτακιστές, όπως ήταν γνωστά τα μέλη του αρτιγέννητου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), και εκπροσώπους των εργοστασιακών επιτροπών. Κορύφωση των επαναστατικών ημερών του Ιανουαρίου 1919 στο Βερολίνο θα αποτελέσει η τεράστια εργατική διαδήλωση της Κυριακής 5 Ιανουαρίου και η δημιουργία επαναστατικής επιτροπής από 71 άτομα, με έδρα το έως τότε αρχηγείο της Αστυνομίας. Η επαναστατική επιτροπή θα προχωρήσει στην κήρυξη γενικής απεργίας, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την απόφασή της να ανατρέψει την κυβέρνηση Εμπερτ και να μετατρέψει τη Γερμανία σε «πρωτοπορία της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης».
Τις επόμενες μέρες πράγματι γενική απεργία νέκρωσε σχεδόν τα πάντα στο Βερολίνο, ενώ η κυβέρνηση είχε πλέον υπό τον έλεγχό της μόνον ορισμένα κτίρια, όπως αυτό της Καγκελαρίας. Ενδιαφέρουσα όσο και κρίσιμη λεπτομέρεια: ο Γκούσταφ Νόσκε, υπουργός Αμυνας της κυβέρνησης Εμπερτ, ήδη από τις 6 Ιανουαρίου είχε καταφύγει στο Ντάλεμ, προάστιο στα νότια του Βερολίνου, απ’ όπου κατέστρωνε σχέδια για «ανακατάληψη» ουσιαστικά της γερμανικής πρωτεύουσας. Η αναποφασιστικότητα και η αναποτελεσματική λειτουργία της επαναστατικής επιτροπής, η οποία συνεδρίαζε επί ατελείωτες ώρες έχοντας δυσκολία να πάρει ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις αποφάσεις, διευκόλυναν το έργο του Νόσκε, του οποίου οι δυνάμεις, κατά κύριο λόγο προερχόμενες από τα Φράικορπς, άρχισαν σύντομα να ανακτούν τον έλεγχο της πόλης.
Η συμμετοχή των (περιορισμένων, έστω) δυνάμεων του KPD στην εξέγερση ήταν κυρίως πρωτοβουλία του Καρλ Λίμπκνεχτ, ο οποίος ήταν μάλιστα μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Αντιθέτως, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πολύ πιο ώριμη πολιτικά απ’ ό,τι ο παρορμητικός Λίμπκνεχτ, δεν συμφωνούσε με την εξέγερση, θεωρώντας πως δεν υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Λέγεται μάλιστα πως, όταν ο Λίμπκνεχτ την ενημέρωσε ότι είχε αποφασιστεί εξέγερση, η Ρόζα είπε, θορυβημένη: «Μα, Καρλ, πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;».
Εστω και αν διαφωνούσε με την εξέγερση, η Ρόζα δεν είχε ωστόσο ενδοιασμούς ως προς τη στάση την οποία όφειλε να τηρήσει. Ηταν «θέμα επαναστατικής τιμής», όπως το έθεσε η ίδια. Ετσι, λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα θα συλλαμβάνονταν, θα οδηγούνταν στο «Eden Hotel» για ανάκριση και το ίδιο κιόλας βράδυ θα δολοφονούνταν. Το πτώμα της Ρόζας θα ριχνόταν στα παγωμένα νερά ενός καναλιού του Σπρέε και θα ανασυρόταν από το ποτάμι μόλις στις 31 Μαΐου. Οσο για τον Λίμπκνεχτ, το επίσημο ανακοινωθέν ανέφερε ότι «πυροβολήθηκε ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει».
Αναγκαία όσο και κρίσιμη υπενθύμιση: η Ρόζα ήταν αντίθετη και με την τροπή που έπαιρνε ήδη από τα πρώτα της βήματα η επανάσταση των Μπολσεβίκων. Διαποτισμένη από την πίστη στην αυταξία των δημοκρατικών θεσμών, η Ρόζα αποδοκίμαζε ουσιαστικά την μπλανκιστικού/λενινιστικού τύπου πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, όσο και τη διατήρησή της με αυταρχικά και κατασταλτικά μέτρα. Ηδη την άνοιξη του 1918, όταν δηλαδή ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι περιβάλλονταν από το φωτοστέφανο της πρόσφατης επικράτησής τους, η Ρόζα, από τη φυλακή όπου βρισκόταν λόγω της αντίθεσής της στον πόλεμο, έγραφε:
«Χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων, ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή ξεψυχάει σε όλους τους δημόσιους θεσμούς. Γίνεται μια ζωή επιφανειακή, όπου η γραφειοκρατία μένει το μόνο ενεργό στοιχείο». Και πιο κάτω: «Η ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και για τα μέλη του κόμματος – όσο πολυάριθμα και αν είναι αυτά – δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ως ελευθερία για αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά».
Ας ρίχνουν πότε πότε μια ματιά σε αυτά τα κείμενα όσοι σήμερα θέλουν να αυτοανακηρύσσονται επίγονοι της Ρόζας. Αλλωστε, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από το τραγικό της τέλος, είμαι βέβαιος πως κάποιοι θα προσπαθήσουν για μια ακόμα φορά να στριμώξουν την ίδια και τις ιδέες της στον κορσέ του μίζερου, αξιοθρήνητου νεομπολσεβικισμού τους.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.