Η μακρά πορεία της Αλβανίας προς την μετακομμουνιστική δημοκρατία αρχίζει στις 11 Απριλίου του 1985. Τότε πεθαίνει και κηδεύεται με μεγάλες τιμές ο Ενβέρ Χότζα, ηγέτης του αλβανικού κομμουνισμού, ιδιόμορφος και υποστηρικτής της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, ακόμα και αν αυτή είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ήταν εξαιρετικά μικρή. Ο Χότζα είχε καταργήσει πολλές από τις μεσαιωνικές κοινωνικές δομές και συνήθειες των Αλβανών και προχωρήσει στην κρατικοποίηση της γεωργίας, που ήταν η κύρια απασχόληση του πληθυσμού της χώρας. Από το 1970 και μετά η τυραννία, που ασκούσε, παίρνει εντελώς προσωπικό χαρακτήρα. Εχει μια έντονη μανία καταδίωξης ότι θα του επιτεθούν οι έλληνες «μοναρχοφασίστες» και γεμίζει τη χώρα με εντελώς άχρηστα, από κάθε άποψη, μπούνκερ για να αμυνθεί «ο κάθε Αλβανός δίπλα στο σπίτι του». Παράλληλα βασανιστήρια, εκτελέσεις και συστηματική αστυνόμευση από την περιβόητη «Σιγκουρίμι», καθιστούν τη ζωή στη χώρα αυτή όλο και πιο δύσκολη.
Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι η Αλβανία ως σύμμαχος της Ιταλίας θα θεωρηθεί παγκοσμίως ως επιτιθέμενο μέλος του Αξονα, παρά την απομόνωση του αλβανικού καθεστώτος, που έχει συγκρουστεί ακόμα και στο κομμουνιστικό στρατόπεδο με τον Τίτο της συνοριακής Γιουγκοσλαβίας, τους ρώσους ρεβιζιονιστές από το 20ό Συνέδριο και μετά και την Κίνα, η Ελλάδα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την αποκατάσταση των σχέσεων, ώστε το Υπουργικό Συμβούλιο αίρει από το 1987 την εμπόλεμο κατάσταση ανάμεσα στις δύο χώρες.
Το 1989 ο διάδοχος του Χότζα Αλία υπογράφει τη συμφωνία του Ελσίνκι παρά πάσα προσδοκία, αναγνωρίζοντας έτσι την ύπαρξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανάγκη της προστασίας τους. Η Αλβανία δεν έγινε βέβαια δημοκρατία από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε ήταν εξάλλου δημοκρατία ποτέ στο παρελθόν. Η κοινωνία και ο δύσμοιρος λαός της έπρεπε να εφεύρουν αυτό το καθεστώς, που δημιουργήθηκε από τους λίγους για τους λίγους προτού επεκταθεί και αναζητήσει την ψήφο για κάθε πολίτη και την πλειοψηφία ως βάση νομιμοποίησης των καθεστώτων. Σε πολλά σημεία της χώρας, το κομμουνιστικό καθεστώς αρχίζει να διαλύεται και αυτό έχει έμμεσες συνέπειες στον τρόπο που λειτουργούν ορισμένοι καταπιεστικοί μηχανισμοί του παρελθόντος. Αποκαθίστανται, για παράδειγμα, οι σχέσεις πάνω από τη μεθόριο ορισμένων ελληνόφωνων οικισμών που βρίσκονται ένθεν κακείθεν των συνόρων. Αρχίζει δειλά στην αρχή, ορμητικότερα αργότερα, το ρεύμα της φυγής προς την Ελλάδα που παίρνει μαζικές διαστάσεις από το 1991.

Το 1992 υπολογίζεται ότι επί δύο εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού της Αλβανίας το ένα, δηλαδή 50%, έχουν περάσει στην Ελλάδα. Τότε πηγαίνει ο Αντώνης Σαμαράς στη Δερβιτσάνη, που είναι η πρωτεύουσα της Δρόπολης, δηλαδή της πιο καθαρής περιοχής της ελληνικής μειονότητας. Ενώ παίζουν τα κλαρίνα και τα βιολιά, ο κ. Σαμαράς καλεί τους κατοίκους να επισκεφθούν τα αδέλφια τους στην Ελλάδα που τους περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες. Για τις «ανοιχτές αγκάλες» χρειάζεται μια άλλη συζήτηση. Ομως είναι γεγονός ότι, πριν αρχίσει το επιβλητικό σε όγκο ρεύμα μετανάστευσης, είχαν πάψει οι ένοπλοι του καθεστώτος να πυροβολούν όσους διάβαιναν παράνομα τα σύνορα. Οι «shooting borders» του αλβανικού κομμουνισμού είχαν πάψει να χωρίζουν τους δύο λαούς, που είχαν ζήσει αιώνες ανακατεμένοι σε ποικίλες κοινές περιπέτειες.

Τις πρώτες εκλογές, που έγιναν με στοιχειώδη ελευθερία, τις κερδίζει το σοσιαλιστικό κόμμα, συνέχεια και προέκταση του καθεστώτος. «Free but not fair» (ελεύθερες, αλλά όχι δίκαιες) τις χαρακτήρισε το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ο χαρακτηρισμός ήταν σωστός. Δεν υπήρχαν π.χ. ιδιωτικά αυτοκίνητα και ιδιωτικά ακίνητα. Αρα οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης είχαν να αντιμετωπίσουν αντιπάλους που κινούνταν με αυτοκίνητα του κράτους και είχαν τα γραφεία και τα εκλογικά τους κέντρα μέσα στα κρατικά κτίρια. Το 1992, στην επανάληψη των εκλογών, κερδίζει η φιλελεύθερη αντιπολίτευση με ηγέτες τον Σαλί Μπερίσα και τον Γκράμος Πάσκο. Το 1996 επισκέπτεται επίσημα τα Τίρανα ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος. Οι υπουργοί Εξωτερικών Πάγκαλος και Σερέκι υπογράφουν «σύμφωνο φιλίας, συνεργασίας και καλής γειτονίας». Δύο χρόνια αργότερα, το σύμφωνο αυτό επικυρώνεται από τη Βουλή των Ελλήνων.
Αυτό που ζητάει ο κ. Ράμα είναι κάτι το εντελώς πρωθύστερο. Ζητάει να επικυρωθεί εκ των υστέρων η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του 1987 από τη Βουλή, ενώ η ύπαρξη συμφώνου προϋποθέτει ότι οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν αποκατασταθεί και η εμπόλεμος κατάσταση είναι πια πίσω στο παρελθόν.
Η όλη συζήτηση έχει προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Ο κ. Ράμα δεν μας λέει τι ακριβώς επιθυμεί, δημιουργώντας αυτό το ανύπαρκτο θέμα και εντάσσοντάς το σε ένα πακέτο προβλημάτων εκ των οποίων άλλα υπάρχουν και αξίζουν μια σοβαρή αντιμετώπιση και άλλα όχι και άρα είναι τεχνητά. Αλλά και αυτή καθεαυτή η ιδέα του πακέτου είναι τουρκικής εμπνεύσεως και οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία επιθυμεί «διαπραγματεύσεις» που δεν θα έχουν σαφές νομικό πλαίσιο αλλά θα στηρίζονται στον συσχετισμό δυνάμεων. Εχει όμως πράγματι η Αλβανία του κ. Ράμα εξασφαλίσει έναν τέτοιο συσχετισμό; Ή μήπως στηρίζεται σε υποσχέσεις παράνομων σχέσεων που μπορεί να αποβούν μάταιες και μοιραίες;
Η τελευταία φορά που η Αλβανία συμμάχησε εναντίον της Ελλάδος ήταν με την Ιταλία του Μουσολίνι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ