Ξεκίνησα να σκέφτομαι τον «Κιθαιρώνα» από ενδιαφέρον για τις φανταστικές πιθανότητες που ενυπάρχουν στις κάθε λογής απαγορευμένες ζώνες. Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά στο μυαλό μου τριγύριζαν πρωτίστως επιρροές από το «Στάλκερ» του Ταρκόσφκι (και φυσικά το «Πικνίκ δίπλα στον δρόμο» των αδελφών Στρουγκάτσκι) ή από την «Τριλογία της Νότιας Ζώνης» του Τζεφ Βάντερμιρ.
Ο συνδυασμός μιας περιοχής «υπερβατικής έντασης», όπου σχεδόν τα πάντα μπορούν να συμβούν, με τα δεδομένα του βακχικού μύθου, δημιούργησε περίεργες συνάψεις μέσα μου. Ηθελα να εξερευνήσω αυτό που στα μάτια μου θα μπορούσε να είναι ένας γυναικοκρατούμενος κόσμος, με επιστροφή στην προϊστορική λατρεία της Μεγάλης Μητέρας, σε αντίστιξη με την ακραιφνώς πατριαρχική οργάνωση της πόλης της Θήβας, όπου οι γυναίκες ζούσαν υποδουλωμένες στους άνδρες, επιβιώνοντας περίπου ως μηχανές αναπαραγωγής.
Διαβάστε επίσης:
- Μια υπόθεση (και) του 21ου αιώνα – Το Βήμα / Νέες Εποχές
- Μόλις 90 παππούδες από τον Ομηρο – Του Κώστα Ακριβού
- Υπεραγορά με διαχρονικό πελατολόγιο – Του Θόδωρου Παπαγγελή
Ως αποτέλεσμα, οι βασικές πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος, οι Μαινάδες, νιώθουν το μυστηριακό κάλεσμα του βουνού και αποφασίζουν να τα παίξουν όλα για όλα, διακινδυνεύοντας τα κορμιά ή και την ίδια τη ζωή τους μπροστά στο δέλεαρ της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που μπορεί να τις μετατρέψει είτε σε θεές είτε ακόμα και σε άγρια ζώα. Καταλύτης για αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ο Διόνυσος, ο απόλυτος «διασαλευτής», μια αρσενικοθήλυκη μορφή που έρχεται για να σαρώσει τα πάντα. Στη φαντασία μου ο Διόνυσος δεν έχει σχέση με την ευωχία, με το κρασί και την όρχηση, αλλά ταυτίζεται με την εγγενή βία της χθόνιας διάστασης της ζωής· είναι το «αδιάφορο μάτι της φύσης» κατά τον Βέρνερ Χέρτσογκ, μια φιγούρα κάπου ανάμεσα στον αιμοσταγή Τζόκερ του Χιθ Λέτζερ και την υβριδική εμφάνιση της Τζεφ Μοντάνα. Η αναπόφευκτη σύγκρουση του Διονύσου με τον εξάδελφό του βασιλιά Πενθέα, φορέα των «μοντέρνων» ιδεών της κρατικής οργάνωσης και του αποχωρισμού από το προηγούμενο, μητριαρχικό κοινωνικό πρότυπο, δεν αργεί να θέσει σε κίνηση τους αρμούς της αφήγησης.
Αντιλαμβάνομαι ότι το βιβλίο εντάσσεται σε μια χορεία αντίστοιχων έργων που επαναδιαπραγματεύονται μια ευρύτατη γκάμα αρχαιοελληνικών μύθων, με προέλευση κυρίως από την αγγλοσαξονική επικράτεια. Τα επιτυχημένα μυθιστορήματα της Μάντλιν Μίλερ, της Πατ Μπάρκερ και του Κολμ Τομπίν υπήρξαν μόνο η αφετηρία· αν ψάξει κανείς την αντίστοιχη θεματολογία στις μηχανές αναζήτησης, θα βρει δεκάδες σχετικά έργα, από εφηβικές περιπέτειες μέχρι εστέτ, ποιητικές αναγνώσεις, όπως εκείνες της Αν Κάρσον και της Λουίζ Γκλικ. Στη χώρα μας, λόγω και της «εντοπιότητας» των μύθων, υπήρξε συγγραφική ανταπόκριση στο ρεύμα: Ο Χρήστος Χωμενίδης, ο Μάνος Κοντολέων, ο Μισέλ Φάις, η Καρολίνα Μέρμηγκα και ο Κώστας Ακρίβος μού έρχονται πρόχειρα στον νου.
Για εμένα το σημαντικότερο σε όλη τη διαδικασία αναπροσαρμογής των αρχαίων ελληνικών μύθων κρύβεται στην ίδια τη λέξη-κλειδί: «αναπροσαρμογή». Η αλλιώς «re-imagining», κατά το αγγλιστί λεγόμενο, ήτοι μια προσπάθεια επανεφεύρεσης του μύθου, ο οποίος έτσι κι αλλιώς στον πυρήνα του απέχει ριζικά από τη σύγχρονη θέαση του κόσμου. Είναι αυταπάτη να θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε «αυθεντική» πρόσληψη των μύθων, μια επιστροφή σε κάποιου είδους άχρονη επαφή με τον αρχαίο τρόπο σκέψης, ώστε να επαναβαπτιστούμε, τρόπον τινά, στα νάματα των απώτερων «προγόνων» μας. Ωστόσο, ο ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η ψευδαίσθηση επανοικείωσης του μύθου μέσω του «φιλολογισμού», της προσπάθειας δηλαδή «να μην προδοθεί» το γράμμα του κειμένου ή μάλλον η καθιερωμένη υποδοχή του από τη φιλολογία αλλά και την εγχώρια καλλιτεχνική παράδοση, πατώντας με ασφάλεια σε παλαιότερες ερμηνείες. Στην Ελλάδα, άλλωστε, οι ησιόδειοι και ομηρικοί μύθοι, ιδίως στην τραγική τους μορφή, παρασταίνονται και παρουσιάζονται ξανά και ξανά κάθε καλοκαίρι, έχοντας δημιουργήσει ένα μεγάλο απόθεμα από κοινούς τόπους εικόνων και τρόπων απόδοσης που αποτελεί δεδομένη εμπειρία για κάθε σχετικά διαβασμένο Ελληνα, σε συνάφεια με μια εθνοκεντρική «ιεροπρέπεια», που άπτεται της ίδιας της αυτοεικόνας της χώρας. Αυτή είναι η ουσιαστική παγίδα, θεωρώ, και ίσως να αποτελεί και τον λόγο που τα εξ Εσπερίας αντίστοιχα έργα εκκινούν από μια συγκριτικά προνομιούχα αφετηρία: δεν πάσχουν από τις δικές μας εθνικοπολιτικές αγκυλώσεις, αλλά ούτε και από υπερβολική συνάφεια με το υλικό, καταφέρνοντας να είναι όσο ιερόσυλα, επινοητικά και πολύχρωμα επιθυμούν. Αρκεί να σκεφτούμε, τελειώνοντας, ότι όλη η δυτική γραμματεία, από τον Οβίδιο ως τον Σαίξπηρ και από τον Δάντη ως τον Τζόις, έχει κυριολεκτικά «αλλάξει τα φώτα» στους μύθους, παραλλάσσοντας, διασκευάζοντας και νοθεύοντάς τους ανελέητα, υποτάσσοντας την όποια θεωρούμενη πιστότητα στη δύναμη της ποιητικής ελευθερίας. Γιατί, απλά, δεν γίνεται αλλιώς.
Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Κιθαιρώνας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.