Από όλα όσα συνέβησαν με την αναστολή της λειτουργίας του ΟΑΚΑ, εκείνο που μου άρεσε περισσότερο είναι η… έκπληξη που αισθάνθηκαν οι πολίτες για την αποκάλυψη ότι επί 20 χρόνια δεν είχε υπάρξει η παραμικρή συντήρηση στις φαραωνικές κατασκευές που σχεδίασε ο Καλατράβα!
Για έναν περίεργο λόγο, οι πολίτες συνεχώς βρίσκονται προ εκπλήξεων. Μεγάλων, μεγαλύτερων, τεράστιων. Το γεγονός ότι αυτές οι εκπλήξεις πολλές φορές σηματοδοτούν τον ακραίο «ωχαδερφισμό» που και τους ίδιους διακρίνει, ή τους περισσότερους τέλος πάντων, καθόλου δεν φαίνεται να τους απασχολεί.
Οι πυρκαγιές που οφείλονται στη μεγάλη πλειονότητά τους σε ανθρώπινο χέρι, το χέρι του κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν εμπρηστή. Οι πλημμύρες που συνέβησαν διότι τα αντιπλημμυρικά έργα δεν έγιναν διότι ο Χ προϊστάμενος της Ψ διεύθυνσης της Ζ νομαρχίας δεν είχε όρεξη για δουλειά, και ουδείς τον έλεγξε ποτέ για αυτό. Το δυστύχημα στα Τέμπη με τον άσχετο σταθμάρχη που είχε βύσμα και τοποθετήθηκε στη Λάρισα.
Ο… η… το…, άπειρες είναι οι περιπτώσεις όπου ο ανθρώπινος παράγοντας έχει παίξει καταλυτικό ρόλο σε μερικές από τις τελευταίες τραγωδίες που έχει ζήσει ο τόπος.
Και ύστερα η έκπληξη. Το «μα πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό;». Κι όμως συνέβη. Και θα συμβαίνει. Αν ο καθένας δεν νιώσει υπεύθυνος για αυτό που είναι επιφορτισμένος να εκτελέσει, και δεν το εκτελεί γιατί «και αύριο μέρα είναι».
Εκπληξη και για το ΟΑΚΑ. Οποιος είχε πάει στο γήπεδο και έβλεπε τη φθορά των εγκαταστάσεων καταλαβαίνει πως από τύχη δεν είχε γίνει ακόμη το «κακό». Μόνο εκείνοι που ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκησή του δεν έβλεπαν ότι η φθορά είναι αναπότρεπτη και το «κακό» ήταν θέμα χρόνου να επισυμβεί. Κι ας πέρασαν τόσες διοικήσεις από το ΟΑΚΑ – καλοπληρωμένες. Αλλά η διοίκηση του ΟΑΚΑ, όπως και οι περισσότερες από τις διοικήσεις των περίπου 500 φορέων του Δημοσίου, είναι συνήθως καταφύγιο για πρώην πολιτευτές και αποστράτους. Γνωστή συνταγή, πολλά χρόνια εφαρμόσιμη, και με καταστροφικά αποτελέσματα.
Δεν υποστηρίζω κατ’ ανάγκην ότι αν στη διοίκηση του ΟΑΚΑ είχε διοριστεί επικεφαλής ένας πολιτικός μηχανικός ή ένας μηχανολόγος, αντί του «δικού» μας παιδιού, θα είχαν συντηρηθεί γρηγορότερα οι ζημιές. Υποστηρίζω όμως ότι τουλάχιστον θα είχε προειδοποιηθεί με την απαιτούμενη ένταση και σοβαρότητα η κάθε κυβέρνηση, μετά το 2004.
Από εκεί και πέρα, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι ο μεγαλοϊδεατισμός που επικράτησε σχετικά με την Ολυμπιάδα της Αθήνας (και το πανάκριβο στέγαστρο Καλατράβα ήταν ένα από τα στοιχεία του) τελείωσε με το που έπεσε η αυλαία. Ολα στη συνέχεια τα σκέπασε η μιζέρια και η κακομοιριά. Αθλητικές εγκαταστάσεις λεηλατήθηκαν άγρια, άλλες αφέθηκαν να καταστραφούν από τον χρόνο, και όπου δεν συνέβη τίποτε από τα δύο, το έργο το ολοκλήρωσαν η παράλειψη καθήκοντος, η ανικανότητα, η γραφειοκρατία.
Τρεις φορές πάνω από το κανονικό μάς κόστισαν τα ολυμπιακά έργα, όμως αυτό δεν συγκίνησε καμία από τις επόμενες κυβερνήσεις. Κι αν μετά το 2010 ήταν η χρεοκοπία που απέτρεψε τη συντήρηση και την αξιοποίησή τους, αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που δεν επέτρεψε στην κυβέρνηση Καραμανλή να πράξει το αυτονόητο. Γιατί τότε «λεφτά υπήρχαν». Τι δεν υπήρχε; Η θέληση για δουλειά. Και η αίσθηση της ευθύνης και του χρέους απέναντι στον λαό, που «μάτωσε» για να πραγματοποιηθούν «οι ωραιότεροι Ολυμπιακοί Αγώνες».