Η ζωή αποτελεί το πολυτιμότερο από όλα τα συνταγματικά δικαιώματα, αφού, εάν χαθεί, δεν επανέρχεται. Το Κράτος οφείλει να το προστατεύει από κάθε πηγή κινδύνου, όπως προβλέπει εμφατικά το άρθρο 5 παρ. 2 Συντ.: «Ολοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής».

Η απόλυτη προστασία της ζωής αποτυπώνεται και στην απαγόρευση της θανατικής ποινής στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτισμένων κρατών. Ωστόσο, η ζωή αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση που μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον χωρίς τη θέλησή του. Αλλωστε, βασική αρχή που διατρέχει τον νομικό μας πολιτισμό είναι αυτή της αυτοδιάθεσης: Ο καθένας μπορεί να πράξει ό,τι θέλει και να διαθέσει τον εαυτό του, αρκεί να μη βλάπτει τα δικαιώματα των άλλων. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν κατά μείζονα λόγο για τις περιπτώσεις εκείνες όπου κάποιο πρόσωπο βρίσκεται αποδεδειγμένα στο τέλος της ζωής του, βιώνοντας εξαιρετικά επώδυνες καταστάσεις.

Το να απαιτείς από κάποιον άλλον να υποφέρει μέχρι τέλους ενάντια στη θέλησή του δεν είναι απλά και μόνο μια «πατερναλιστική» προσέγγιση. Αποτελεί και αντισυνταγματική συμπεριφορά, προσβάλλοντας την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.).

Ενώ λοιπόν το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο, από την άλλη ο νομοθέτης οφείλει να λάβει όλες τις πρόνοιες που διασφαλίζουν τη γνησιότητα και τη σοβαρότητα της βούλησης του προσώπου να θέσει τέλος στην άσκοπη παράταση του πόνου. Και αυτό απορρέει από τη συνταγματική επιταγή προστασίας της ζωής. Δεν είναι μόνον ο κίνδυνος τέλεσης εγκληματικών πράξεων εκ μέρους τρίτων που ενδεχομένως θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη κατάσταση εύπορων προσώπων.

Πάνω απ’ όλα, είναι ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της απώλειας της ζωής. Κατά συνέπεια, η έννομη τάξη δεν επιτρέπεται να διευκολύνει τους ανθρώπους να λαμβάνουν βιαστικές και ανεπανόρθωτες αποφάσεις. Θα πρέπει λοιπόν να θεσπιστούν πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, όπως λ.χ. σαφής διαπίστωση της ανίατης κατάστασης του ασθενούς που να προέρχεται από περισσότερους ιατρούς και επανειλημμένη και ανεπίδεκτη αμφισβήτησης εκδήλωση της βούλησης του ασθενούς να μη συνεχιστεί η βασανιστική κατάστασή του. Οριακό είναι το ζήτημα της δεσμευτικότητας της εκπεφρασμένης βούλησης ενός προσώπου να διακοπεί η άσκοπη ιατρική φροντίδα, στη μελλοντική και υποθετική περίπτωση που δεν θα μπορεί να επικοινωνεί με το περιβάλλον. Μπορεί κάποιος να υπογράφει «προσύμφωνα» για το τέλος της ζωής του;

Η ζωή και το πρόσωπο που υποδέχεται το χάρισμά της είναι ιερά. Εξίσου όμως ιερό είναι και το δικαίωμα του προσώπου να μην εξαναγκάζεται να υποστεί ένα βασανιστικό τέλος. Κάτι τέτοιο δεν είναι απλά προβληματικό από ηθική άποψη. Είναι και αντίθετο στις αξιολογήσεις του συντακτικού νομοθέτη. Ισως λοιπόν ήρθε η ώρα να συζητήσουμε με νηφαλιότητα και για το ζήτημα αυτό. Γιατί το πρόβλημα πρέπει να το αντιμετωπίζεις και όχι «να το κρύβεις κάτω από το χαλί».

Ο κύριος Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.