Με το οριστικό τέλος του τρίτου μνημονιακού προγράμματος, στο οποίο η χώρα είχε ενταχθεί τον Αύγουστο του 2015, θα αποδειχθεί αν τελικά αυτό συνιστά την έναρξη μιας περιόδου ασφάλειας και σταθερότητας ή αντίστοιχα την είσοδο στην πύλη μιας διαρκούς αβεβαιότητας.
Το 2019 θα είναι μια χρονιά ορόσημο. Το ερώτημα είναι αν θα επιβεβαιωθεί στην πράξη ο ρυθμός ανάπτυξης 2,1% (προϋπολογιστικά) για το 2018 ή όχι. Αν η δυναμική αυτή δεν προκύπτει, τότε για τη νέα χρονιά που διανύουμε η ανάπτυξη θα παραμένει βραδυπορούσα, ασθενική και χρονίως αναιμική.
Επιπλέον, η χρονιά θα είναι επιβεβαιωτική ενός θηριώδους πλεονάσματος που παράγει πολιτική ικανοποίηση ανεξαρτήτως των επιπτώσεων στις καθυστερήσεις πληρωμής οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες (3,1 δισ. ευρώ) και της μείωσης δαπανών του ΠΔΕ κατά 1,6 δισ. ευρώ το 2018.
Το παραγόμενο ωστόσο αποτέλεσμα που αντανακλά και στο 2019 είναι ότι θυσιάζονται οι επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές και το βασικότερο, «πνίγεται» κυριολεκτικά η ανάκαμψη στην πραγματική οικονομία καθώς αποστερείται ρευστότητας λόγω της συνεχιζόμενης σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής με υπερφορολόγηση μισθών, συντάξεων και των επιχειρήσεων.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι ότι η αναγκαιότητα άμεσων επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα από σήμερα και μέχρι τα επόμενα τρία χρόνια ανέρχεται στα 80 περίπου δισ. ευρώ. Οι επενδύσεις αυτές θα ευεργετήσουν την απασχόληση, την αποταμίευση και την παραγωγικότητα της οικονομίας και θα εισφέρουν νέα εισοδήματα. Η μέχρι τώρα επενδυτική δαπάνη σε επίπεδα χαμηλότερα των αποσβέσεων εξάντλησε το απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας είτε να απομειώνεται είτε να παραμένει υποτονική. Για το επενδυτικό κενό δεν υπήρξε ωστόσο καμία σοβαρή πολιτική ανάσχεσης του κλίματος αποεπένδυσης και ως εκ τούτου η συνδρομή μιας σοβαρής επενδυτικής στρατηγικής προσέλκυσης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και απελευθέρωσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων καθίσταται εκ των «ων ουκ άνευ» απαραίτητη στην παρούσα φάση.
Στο επίπεδο των επενδύσεων πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι αναγκαίες οι εισροές κινητικότητας ξένων επενδυτικών κεφαλαίων αφού οι εγχώριες μόνον επενδύσεις δεν καλύπτονται από την αποταμίευση και ταυτόχρονα βέβαια η στοιχειοθέτηση μιας στρατηγικής εξαγωγών προκειμένου να απομειωθούν οι επιπτώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας αυξάνει τα εισοδήματα και την αποταμίευση και μειώνει το χάσμα επενδύσεων-αποταμίευσης συρρικνώνοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου καθώς μια εκρηκτική αύξηση επενδύσεων είναι πιθανό να το οξύνει μέχρι οι επενδύσεις να αρχίσουν να αποδίδουν σε επίπεδο παραγωγικότητας, εισοδημάτων, αποταμίευσης και να επέλθει ισορροπία. Εν κατακλείδι, όπως σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τη χώρα μας και ιδιαίτερα την προβληματική της οικονομία, είναι απαραίτητη η διαμόρφωση μιας σοβαρής πολιτικής στρατηγικής από σοβαρούς ανθρώπους. Οσον αφορά τους δεύτερους, δύσκολα κανείς τους διακρίνει στην πολιτική που αναγκαστικά σε αυτήν επαφίεται η τύχη της χώρας. Οσον αφορά τη στρατηγική, αυτή δεν συγκροτείται με όρους «κουτσομπολιού γειτονιάς», δηλαδή με βάση το τι σου λέει ο ένας και ο άλλος. Τη στρατηγική ή την έχεις ή δεν την έχεις. Και αν έχεις ξεκάθαρη στρατηγική τότε μπορεί η πολιτική να ανοίξει δρόμους για να κινητοποιήσει την κοινωνία, διαφορετικά θα σέρνεται πίσω από μειοψηφούσες κοινωνικές ομάδες που προπορεύονται μεν αλλά ουδείς γνωρίζει αν πρόκειται περί αγαθών προθέσεων υπηρέτησης του συλλογικού καλού ή εξυπηρέτησης αλλότριων ίδιων συμφερόντων.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων.