Καμία εκλογή δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι μια λούπα επίδοσης, ούτε έχει υπάρξει εκλογικό ποσοστό που να διασφαλίζει τις μελλοντικές αποδόσεις. «Η κάλπη», όπως έχει ειπωθεί με περίσσευμα εκλογικής θυμοσοφίας, «είναι άδεια».
Ακόμη κι έτσι, οι εκλογικές αναμετρήσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Στο μέτρημα, κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει, ο μετεκλογικός χάρτης είναι μια αποτύπωση νικητών και ηττημένων. Ή τουλάχιστον έτσι ήταν μέχρι το βράδυ της 9ης Ιουνίου. Γιατί εκείνο το βράδυ όλοι μετρήθηκαν και όλοι βγήκαν χαμένοι. Από τη συμμετοχή έως τα κόμματα, αυτές οι ευρωεκλογές ήταν μια πορεία στην οδό της απωλείας.
Για να «διαβάσει» κανείς αυτή την εκλογική ιδιομορφία, θα πρέπει να ανατρέξει στην προεκλογική περίοδο. Αντιλαμβάνεται το «μετά» εάν επιστρέψει στο «πριν». Στο γεγονός πως αυτές οι εκλογές ήταν «ορφανές» – όχι μόνο για πρωθυπουργό δεν ψηφίζαμε παράλληλα με το Ευρωκοινοβούλιο, αλλά ούτε για κοινοτάρχες.
Ηταν όμως ορφανές και από επίδικα. Οι εκλογικοί συσχετισμοί με τις χαοτικές διαφορές που είχαν διαμορφωθεί στις εθνικές εκλογές του ’23 και ερμηνεύθηκαν ως «ανισορροπία» του πολιτικού συστήματος ή ως «ηγεμονία του ενός» και «αλαζονεία του 41%» έμειναν δημοσκοπικά αδιατάρακτοι. Κάθε απόπειρα να ανεβεί τεχνητά το πολιτικό θερμόμετρο έπεσε έτσι σε ένα πολιτικό κενό που κάλυπταν η κόπωση, η αδιαφορία και μια γενικότερη δυσαρέσκεια που στάθηκε αδύνατον να μεταβολιστεί σε μαζική ψήφο διαμαρτυρίας.
Μια άδεια κάλπη ωστόσο θα είναι πάντα απρόβλεπτη. Εξίσου απρόβλεπτη αποδείχθηκε και εκείνη που ήταν τόσο μόνη ώστε ο καθένας να τρέχει μόνος του. Η προεκλογική υπόθεση πως το βράδυ των εκλογών και μέσα στην απέραντη μοναξιά του ο καθένας θα έβρισκε έναν λόγο για να θριαμβολογήσει δεν επαληθεύτηκε. Ολοι έχασαν. Και όλοι σήμερα θρηνούν για τον εαυτό τους.
Αν επιβεβαιώθηκε κάτι, είναι πως καμία κάλπη δεν είναι αδιάφορη. Στο μετεκλογικό τοπίο, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη αναμετράται με ένα διαπιστωμένο έλλειμμα εμπιστοσύνης, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη με τα εγκαύματα της προσωπικής υπερέκθεσης στην τηλεοπτική ακτινοβολία και το ΠαΣοΚ του Νίκου Ανδρουλάκη με την αφάνεια στη μεγάλη πόλη. Το πολιτικό σκηνικό συντίθεται έτσι από μια κυβέρνηση που, ακόμη και στις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την ίδια, κατάφερε να χάσει μόνη της. Αλλά και από μια αντιπολίτευση που, όπως αποδείχθηκε, δεν μπόρεσε να πείσει ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης ούτε ως ΣΥΡΙΖΑ Κολωνακίου ούτε ως ΠαΣοΚ επαρχίας.
Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα που υποτίθεται πως κυβέρνηση και αντιπολίτευση «πήραν το μήνυμα»; Τώρα είναι σαν να αναζητεί ο καθένας ένα σημείο επανεκκίνησης κοιτάζοντας τον καθρέφτη του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσφεύγοντας σε έναν ανασχηματισμό ανακύκλωσης και με την ελπίδα πως τα ανακυκλωμένα υλικά θα εκτελέσουν επιτέλους την άσκηση της περιλάλητης «στροφής στην καθημερινότητα». Ο Στέφανος Κασσελάκης περιμένοντας, όπως είπε στη συνέντευξή του στο Mega, κάποιο νεφελώδες «κάλεσμα από την κοινωνία» για να ανταποκριθεί στο εξίσου νεφελώδες πρόταγμα της συγκρότησης ενός «προοδευτικού μετώπου» με τον ίδιο υποψήφιο παρόντα. Και ο Νίκος Ανδρουλάκης μετρώντας τους αμφισβητίες της ηγεσίας του είτε μιλούν είτε (ακόμη) σιωπούν.
Μολονότι ο νέος εκλογικός ορίζοντας είναι τριετίας, καταλήγουμε έτσι σε ένα ζήτημα προσώπων. Κι αυτό επειδή το περιβάλλον που διαμορφώνεται, και εδώ και αλλού, είναι αυτό της ανεπάρκειας ή της έλλειψης προσωπικού, την ώρα που οι προκλήσεις χάσκουν. Το πρόβλημα δεν είναι τοπικό. Από την Ευρώπη έως τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δημοκρατίες μοιάζουν να υποφέρουν από ένα έλλειμμα ηγεσίας, να τους λείπουν εκείνες οι ηγετικές φυσιογνωμίες των μεγάλων αποφάσεων που αναγνωρίστηκαν ως μαριονετίστες των νημάτων της Ιστορίας.
Λείπουν όχι επειδή, όπως ειπώθηκε κάποτε, τελείωσε η εποχή τους. Αλλά επειδή στο μεταξύ πύκνωσαν επικίνδυνα οι τσαρλατάνοι.