Επί τέσσερις και πλέον μήνες οι σέρβοι φοιτητές είναι στους δρόμους, με συλλαλητήρια, πορείες, καταλήψεις και ταυτόχρονα ειρηνικά, χωρίς κομματικές σημαίες, σε ένα πρωτοφανές φοιτητικό κίνημα, ένα από τα μεγαλύτερα και δυναμικότερα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αποτέλεσε – και αποτελεί – έκπληξη αυτή η μαζική φοιτητική κινητοποίηση, που βρήκε στήριξη και αλληλεγγύη σε ευρύτατα στρώματα της σερβικής κοινωνίας, γιατί η γενιά αυτή θεωρούνταν α-πολίτικη, ατομικιστική, καταναλωτική.

Ειδικά οι φοιτητές έμοιαζαν να ασχολούνται με τη συλλογή πιστωτικών μονάδων για να πάρουν το πτυχίο τους και όχι με ζητήματα ακαδημαϊκής παιδείας και πολιτικής δράσης. Και όμως είναι αυτή η γενιά που πλημμυρίζει κατά εκατοντάδες χιλιάδες τους δρόμους και καλεί τη Σερβία «να νιώσει κάτι, κυριολεκτικά οτιδήποτε», 30 χρόνια μετά την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Το κίνημα πυροδοτήθηκε από το δυστύχημα που συνέβη στον άρτι ανακαινισμένο σιδηροδρομικό σταθμό του Νόβι-Σαντ την 1η Νοεμβρίου 2024 και στοίχισε τη ζωή σε 15 ανθρώπους. Oμως, το δυστύχημα ήταν στην πραγματικότητα η αφορμή για μια κοινωνική έκρηξη, μια αυτο-οργανωμένη εξέγερση που στοχεύει όλο το πολιτικό σύστημα. Οι φοιτητές αγωνίζονται εναντίον ενός συστήματος διαβρωμένου από τη διαφθορά, δίνουν έμφαση στο κράτος δικαίου και ζητούν λογοδοσία και δικαιοσύνη.

Τα αιτήματα είναι συγκεκριμένα: να δημοσιευτούν όλα τα έγγραφα που αφορούν την κατασκευή του στεγάστρου που κατέρρευσε, να αποσυρθούν όλες οι κατηγορίες εναντίον φοιτητών που συνελήφθησαν στη διάρκεια των διαδηλώσεων, να αυξηθεί κατά 20% ο προϋπολογισμός για την ανώτατη εκπαίδευση. Η κυβέρνηση αντέδρασε αυταρχικά, αρνούμενη κάθε ευθύνη για το δυστύχημα και κατηγορώντας τους φοιτητές ως υποκινούμενους από ξένες μυστικές υπηρεσίες, σόφισμα που χρησιμοποιούσε και ο Μιλόσεβιτς για να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση στη δεκαετία του 1990.

Τότε βεβαίως οι διαμαρτυρίες ήταν πιο συχνές και οι λόγοι πολλοί: πόλεμοι, διεθνείς κυρώσεις, υπερπληθωρισμός. Ο πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς είναι στην εξουσία 13 χρόνια και έχει καταφέρει να διαφθείρει με επιτυχία μεγάλα τμήματα της σερβικής κοινωνίας και να επιβληθεί απέναντι σε μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση και μια συνεχώς αυξανόμενη αποχή των Σέρβων από τις εκλογές.

Το 2022 νίκησε στις προεδρικές εκλογές με 61%, ενώ, έναν χρόνο αργότερα, το κόμμα του νίκησε τις βουλευτικές εκλογές με 48%. Στο εξωτερικό ο Βούτσιτς κατάφερε να κερδίσει διεθνή υποστήριξη και μάλιστα από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του δόγματος της «σταθεροκρατίας», όπου προτεραιότητα δίνεται στη σταθερότητα με κάθε κόστος, συνήθως σε δημοκρατικούς θεσμούς.

Είναι πράγματι αξιοσημείωτη η σιωπή της ΕΕ για όσα γίνονται στη Σερβία σήμερα. Είναι άραγε αδιαφορία; Είναι νεοαποικιακή αντιμετώπιση που υποδηλώνει ότι η δημοκρατία είναι για την Ευρώπη αλλά για τα Βαλκάνια ταιριάζουν οι αυταρχικές λύσεις; Ή μήπως είναι μια κυνική εφαρμογή της πολιτικής του συμφέροντος; Μόλις τον περασμένο Οκτώβριο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επαινούσε τον Βούτσιτς για την «πρόοδο» στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας εν όψει και της πιθανής υποψηφιότητας της Σερβίας για μέλος της ΕΕ.

Εξάλλου, η ΕΕ είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Σερβίας. Η μεν Γερμανία αναμένει να επωφεληθεί από τα σερβικά κοιτάσματα λιθίου, χρήσιμα στην αυτοκινητοβιομηχανία της, ενώ η Γαλλία πούλησε το 2024 στη Σερβία 12 Rafale που σήμαιναν 2,7 δισ. για τον Μακρόν.

Η συνεργασία Ευρωπαϊκής Ενωσης – Βούτσιτς αποξένωσε από την Ευρώπη εκείνα τα στρώματα της σερβικής κοινωνίας που είχαν υπάρξει μέχρι πρόσφατα οι πλέον διαπρύσιοι υποστηρικτές της ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Οχι τυχαία, σήμερα η υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Σερβίας ανέρχεται σε μόλις 40%, το χαμηλότερο ποσοστό στα Δυτικά Βαλκάνια.

Για κάποιους μελετητές, η Σερβία είναι χώρα «με κυκλική ιστορία» (όρος του Β. Σ. Νάιπολ), όπως η Ρωσία και η Αργεντινή. Σαν να επαναλαμβάνεται το ίδιο μοντέλο κράτους με αυταρχικό ηγέτη, οιονεί δημοκρατικούς θεσμούς, πελατειακά δίκτυα και εκτεταμένη κρατική διαφθορά. Αυτή την «κανονικότητα» έρχεται να κλονίσει το φοιτητικό κίνημα και μάλιστα σε αντίθεση με τις κυρίαρχες τάσεις διεθνώς, δηλαδή την άνοδο της Ακροδεξιάς.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η αλληλεγγύη που εκδηλώνεται στα γειτονικά κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Σαν η διαδικασία συμφιλίωσης των πρώην εμπολέμων να περνά μέσα από το κίνημα των φοιτητών. Βεβαίως, εξήγηση υπάρχει: η σερβική εξέγερση αναφέρεται σε προβλήματα και φαινόμενα που ταλαιπωρούν όλες τις μετα-γιουγκοσλαβικές κοινωνίες και όχι μόνο τη Σερβία.

Οι φοιτητές «πιέζουν» (όπως είναι το κεντρικό τους σύνθημα) και κερδίζουν 80% υποστήριξη από την κοινωνία. Είναι όμως ένα κίνημα χωρίς ηγεσία, χωρίς όνομα, αντι-πολιτικό, όπως έχουν επιλέξει. Θα μπορέσει αυτό το αντι-πολιτικό κίνημα να παραγάγει πολιτικά αποτελέσματα, να αλλάξει το πολιτικό σύστημα; Είναι αμφίβολο. Ωστόσο, θα αφήσει σημαντική κληρονομιά τουλάχιστον στα σερβικά πανεπιστήμια.

Στη Φιλοσοφική Σχολή του Βελιγραδίου φτιάχτηκε αρχείο της εξέγερσης καθώς και η πλατφόρμα «Πανεπιστήμιο σε εξέγερση» (Pobunjeni univerzitet), ως ανάχωμα στον αυταρχισμό. Αν επιβιώσει από τη συγκυρία, θα μπορεί να παράγει μεγαλύτερης διάρκειας κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα. Προς το παρόν, όμως, οι φοιτητές είναι στους δρόμους και ο Βούτσιτς στην προεδρική του κατοικία.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.