Επτά σίγουρες υποψηφιότητες για την ηγεσία του ΠαΣοΚ (όσο σίγουρο μπορεί να είναι ότι και οι επτά που εκδήλωσαν τη σχετική πρόθεση θα συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες από το Καταστατικό υπογραφές) και όσες πιθανά θα εκδηλωθούν ως τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε και θα οριστικοποιηθεί ο σχετικός κατάλογος, αποτελούν τη σοβαρότερη απόδειξη ότι το άλλοτε κραταιό κόμμα θα εξακολουθήσει να αποτελεί κομπάρσο στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.
Για λόγους που προφανέστατα έχουν να κάνουν με τη δεινή οικονομική κρίση της χώρας, στις αρχές της δεκαετίας του ’10, οπότε το ΠαΣοΚ επωμίστηκε ευθύνες που δεν του ανήκαν και πλήρωσε δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό κόστος για τα μνημόνια, το κόμμα φαίνεται ότι δύσκολα θα βρεθεί σε τροχιά ανάκαμψης. Υπό οποιαδήποτε ηγεσία. Το απέδειξαν τα δυόμισι χρόνια της διοίκησης του κ. Ανδρουλάκη.
Νέος, «ψημένος» από φοιτητής ακόμη στις κομματικές διαδικασίες και τις ίντριγκες με τις οποίες αυτές είναι συνυφασμένες, προσπάθησε σκληρά να δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής ανάκαμψης του χώρου. Αν και επέτυχε το σημαντικό επίτευγμα να αυξήσει την επιρροή του κόμματος κατά 50%, εν τούτοις δεν κατάφερε να δημιουργήσει στην κοινωνία την αίσθηση ότι το ΠαΣοΚ επανέρχεται σε τροχιά εξουσίας. Σε συνθήκες δε που ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές και για τον ίδιο και για το κόμμα: η επιταχυνόμενη κυβερνητική φθορά σε συνδυασμό με την παρατεινόμενη αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, λογικά θα έκαναν την κοινωνία να στρέψει το βλέμμα στην πρόταση του ΠαΣοΚ. Δεν συνέβη. Κι όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρός του αυτοπαγιδεύτηκε κάνοντας την επιθυμία του πολιτικό στόχο.
Προκαλεί έκπληξη το πώς ένας πολιτικός με τις δικές του εμπειρίες δεν αντελήφθη έγκαιρα ότι οι αυτοεκπληρούμενες προφητείες συνήθως μένουν προφητείες αν βασίζονται σε λάθος εκτιμήσεις. Και εν προκειμένω, παρότι τίποτε, πλην ορισμένων δημοσκοπήσεων, δεν συνηγορούσε ότι ο στόχος να καταστεί το ΠαΣοΚ εν δυνάμει αξιωματική αντιπολίτευση, εκτοπίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν εφικτός, εκ των πραγμάτων τέθηκαν τα προαπαιτούμενα.
Ητοι ενός σοβαρού, αξιόπιστου, συνεπούς πολιτικού οργανισμού, ο οποίος συντεταγμένα θα παρουσίαζε στην κοινωνία θέσεις και προτάσεις για όλα τα προβλήματα που την απασχολούν. Αντί γι’ αυτό οι πολίτες είδαν το ⅓ της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας να διαχωρίζει τη θέση του από την επιλογή της ηγεσίας να υπερψηφίσει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Είδε στελέχη να αμφισβητούν δημόσια τη θέση του κόμματος σχετικά με τα μη κρατικά πανεπιστήμια και να είναι έτοιμα να συνταχθούν στην κυβερνητική πλειοψηφία. Και έμεινε άναυδη η κοινωνία με την απόφαση να καταψηφιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την επιστολική ψήφο, παρά την αρχική καταφατική στάση.
Ολα αυτά δε διανθισμένα με δηλώσεις, αιχμές, υπονοούμενα, διφορούμενες θέσεις και την έναρξη μιας άκαιρης συζήτησης για κάποιον ακαθόριστο εννοιολογικά, ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς.
Μα όταν ο στόχος σου είναι να αναμετρηθείς με την επικυριαρχία του κ. Μητσοτάκη και του κόμματός του στον ζωτικό σου χώρο, που είναι το πολιτικό κέντρο, ποιο ακριβώς μήνυμα στέλνεις στο εκλογικό σώμα; Οτι, ναι μεν, θέλω να αμφισβητήσω την επέκτασή του στο Κέντρο που μου ανήκει, αλλά αλληθωρίζω και προς τα αριστερά μου, γι’ αυτό πού και πού ξεκλέβω και κάτι συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ;
Κατά τη γνώμη μου, το λάθος του Ν. Ανδρουλάκη είναι ότι δεν απευθύνθηκε ευθέως και μονοσήμαντα στο πολιτικό Κέντρο. Εκανε τη λάθος εκτίμηση ότι οι ψηφοφόροι που εγκατέλειπαν τον ΣΥΡΙΖΑ, πιθανότατα πρώην ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ, θα μπορούσαν να επανακάμψουν αν κινητοποιούσε σε αυτούς τα κεντροαριστερά τους αντανακλαστικά. Στράφηκε προς αυτούς και άφησε το εκκρεμές του Κέντρου κρεμασμένο στην πλευρά του κ. Μητσοτάκη, που ευφυώς ενεργώντας πρόσφερε σταθερότητα και όχι περιπέτειες. Εξ αυτού του λόγου το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο πριν καν στηθούν οι κάλπες του Ιουνίου.
Ετσι η αμφισβήτηση του κ. Ανδρουλάκη από εκείνους που παραμόνευαν, για χίλιους λόγους, να το κάνουν (προσωπικές έχθρες, εμπάθειες, μωροφιλοδοξίες, αλαζονικές συμπεριφορές, εγωισμοί), πολύ «φυσιολογικά» ξεκίνησε ήδη από το βράδυ των εκλογών. «Σαν έτοιμοι από καιρό…», ουσιαστικά απαίτησαν την απομάκρυνσή του, και εκείνος έκανε το μόνο που απέμενε – κίνησε τις διαδικασίες για την εκλογή νέας ηγεσίας.
Το ερώτημα τώρα δεν είναι ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος του ΠαΣοΚ (το πιθανότερο να συμβεί είναι μια θεαματική επανεκλογή Ανδρουλάκη, καθώς η σύγκριση με τους αντιπάλους του είναι καταλυτική). Είναι το κατά πόσον το ΠαΣοΚ θα επιβιώσει αλώβητο της διαδικασίας. ΄Η έστω με τα λιγότερα τραύματα. Δεν είναι εύκολο. Οσα προηγήθηκαν των εκλογών, και κυρίως όσα ακολούθησαν της έναρξης της διαδικασίας, έχουν αφήσει ήδη βαθιές χαρακιές στο σώμα του Κινήματος. Και σίγουρα μια πικρή γεύση στην εκλογική του βάση. Που καταλαβαίνει ότι όλα αυτά ήταν αχρείαστα. Γίνονται «για ένα αδειανό πουκάμισο, για μιαν Ελένη»…