Ας υποθέσουμε ότι καταφεύγει στο ίδιο τέχνασμα και ο Νίκος Ανδρουλάκης. Οτι σε κάποια από τις συνεδριάσεις του κόμματος κλείνει την ομιλία του με τη φράση «βρείτε μου αντίπαλο και πάμε». Πόσα χέρια θα σηκωθούν από το ακροατήριο;
Η επόμενη υπόθεση είναι πως, αντίθετα από τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, στην περίπτωση του ΠαΣοΚ θα χρειαστεί ακόμη μία συνεδρίαση μόνο για το μέτρημα. Το κόμμα, λέγεται, βρίσκεται στη φάση που δεν παράγει πολιτική αλλά υποψήφιους αρχηγούς, καθένας από τους οποίους αισθάνεται αρκούντως επαρκής πρώτα για να στυλώσει στα πόδια της τη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», έπειτα για να ενώσει την εκλογική βάση της Κεντροαριστεράς και στο τέλος για να κερδίσει τη ΝΔ του Μητσοτάκη.
Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Οχι μόνο επειδή ο τελευταίος που εμφανίστηκε στο πολιτικό στερέωμα με τη λάμψη του «ανατέλλοντος άστρου» κόλλησε στο 14%. Αλλά και επειδή ο εκλογικός ορίζοντας της τριετίας δεν είναι τόσο καθαρός όσο φαίνεται. Το σενάριο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού και μιας πρόωρης προσφυγής στις κάλπες το φθινόπωρο που θα «διορθώσει» το αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου είναι υπαρκτό. «Δένει» με την εξίσου αιφνιδιαστική απόφαση να μεταφερθεί το 33% από τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας στις τσέπες των χαμηλοσυνταξιούχων, όπως και με την πεποίθηση ότι οι απόντες των εκλογών της 9ης Ιουνίου που έστειλαν διά της αποχής το «μήνυμα» στην κυβέρνηση, θα επιστρέψουν στις κάλπες όταν το ερώτημα δεν θα είναι πλέον ποιος τηλεαστέρας θα εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, αλλά ποιος θα κυβερνήσει στην Αθήνα.
Υπέρ του σεναρίου συνηγορεί ακόμη ένα γεγονός. Πως το «μήνυμα» που έστειλαν οι ψηφοφόροι της 9ης Ιουνίου και το οποίο διαβεβαιώθηκε αρμοδίως πως «ελήφθη» οδήγησε σε έναν ανασχηματισμό που δεν ήταν ούτε «δομικός» ούτε και «επανεκκίνησης», αλλά εκλογικός με γεωγραφικά κριτήρια. Είχε απλώς περισσότερη Μακεδονία και κάτι από Θεσσαλία, δηλαδή από περιφέρειες όπου η κυβέρνηση εμφανίστηκε μετεκλογικά να πάσχει είτε από τη Δεξιά της Δεξιάς είτε από τις πληγές που άφησαν πίσω τους οι φυσικές καταστροφές και παραμένουν ανοικτές.
Το μήνυμα ελήφθη τόσο ώστε ο Πρωθυπουργός να ανακοινώσει την Παρασκευή – και πάλι αιφνιδιαστικά – παράταση του φθηνού ρεύματος για τους αγρότες. Ποιος παροχολογεί από το καλοκαίρι του ’24 για να περιμένει να ψηφιστεί το καλοκαίρι του ’27; Και ποιος μειώνει τον ΦΠΑ του πλαστικού καφέ χωρίς τη γνώση ότι, όσο δυνατό και αν είναι το χαρμάνι, τρία χρόνια είναι πολλά για να μην έχει εξαντληθεί και το τελευταίο ίχνος από την ευεργετική επίδραση της καφεΐνης;
Ολα αυτά τα σημεία των καιρών και της μετεκλογικής παροχολογίας καταδεικνύουν πως ο άξονας της ανησυχίας για την κυβέρνηση έχει μετατοπιστεί από μια πολιτική αντιπολίτευση που ψάχνεται σε μια κοινωνική που πιέζει. Η πρώτη μετράει υποψήφιους μνηστήρες και νεοπαγή ιδρύματα. Αλλά είναι η δεύτερη που μετράει λογαριασμούς στις τσέπες της και αποδίδει λογαριασμούς στις κάλπες.
Με άλλα λόγια, η πολιτική αντιπολίτευση εφαρμόζει τη θεωρία του ώριμου φρούτου – μόνο που την εφαρμόζει για τον εαυτό της, συρρικνώνεται μέχρι να πέσει. Την ίδια ώρα όμως η κοινωνική αντιπολίτευση ενισχύεται εξαιτίας μιας κυβέρνησης που με τους χειρισμούς της διογκώνει το έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντί της.
Και; Τρία χρόνια δεν είναι πολλά για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη; Ακόμη και εάν δεν ολοκλήρωνε τον βίο του το Ταμείο Ανάκαμψης το 2025 και η κυβέρνηση απορροφούσε μέχρι και το τελευταίο σεντ του ευρώ από τα κονδύλια που τώρα λιμνάζουν αδιάθετα στην Τράπεζα της Ελλάδος, τα τρία χρόνια θα είναι απείρως περισσότερα για να βρουν οι άλλοι αντίπαλο. Οχι απλώς μεταξύ τους. Αλλά κάποιον που πρώτα θα νικήσει τη μάχη με τον χρόνο και έπειτα τουλάχιστον με τον «Κανέναν».