Το ζήσαμε κι εμείς πριν από 20 χρόνια, στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Το 2004, κι ενώ οι άλλοι ζούσαν τον κόσμο όπως ήταν, εδώ τον ζούσαμε όπως θα θέλαμε να είναι. Πολύχρωμο, τακτοποιημένο ακόμη και σε μπλε λωρίδες στην άσφαλτο της πόλης και ασφαλή. Τον ζήσαμε και τον δείξαμε εκείνες τις 15 ημέρες που γίναμε οικοδεσπότες του κόσμου. Ως κληρονόμοι, στην τελετή έναρξης, μιας λιτής και αυστηρής γεωμετρίας που αποτυπώθηκε από τα ειδώλια και τους κίονες μέχρι το σωματικό κάλλος των αγαλμάτων. Και ως μύστες, στην τελετή λήξης, ενός λαϊκού πανηγυριού τόσο ευδαίμονος ώστε να μεθά με τους χυμούς μιας φέτας από καρπούζι. Ετσι αποθεώσαμε τότε τον εαυτό μας στα μάτια των άλλων.

Πέντε Ολυμπιάδες μετά, οι Γάλλοι κατασκεύασαν τον δικό τους πολύχρωμο κόσμο. Και αποθέωσαν τον δικό τους εαυτό ως κληρονόμοι και μύστες μιας ελευθεριότητας της οποίας κάθε εκδήλωση, σε κάθε εποχή, εκλαμβανόταν από τους άλλους ως μια ακατάσχετη έκλυση ηθών. Μήπως τα ντεκολτέ της βασιλικής αυλής δεν παραήταν βαθιά στην εποχή τους; Μήπως οι γλουτοί των καμπαρέ δεν παραήταν απροκάλυπτοι στη δική τους; Ή μήπως ο Διόνυσος δεν ήταν πολύ μπλε και queer στη δική μας, ένας κίναιδος του οποίου η πλαδαρή ελαφρότητα με φόντο ένα drag «Συμπόσιο των θεών» υπερίσχυσε ακόμη και του αυστηρού περιβάλλοντος της εθνικής βιβλιοθήκης, όπου η ελευθεριότητα αποτυπώθηκε στον μακρύ κατάλογο των ερωτικών τριγώνων της γαλλικής λογοτεχνίας;

Εκεί, στη βιβλιοθήκη, φάνηκε πως οι Γάλλοι παίρνουν την ελευθεριότητα – την παλιά λέξη για τον «δικαιωματισμό» – πολύ στα σοβαρά για να μη στήσουν τον δικό τους κόσμο γύρω της. Το δικό τους πανηγύρι και τη δική τους γιορτή, από την τελετή έναρξης έως την τελετή λήξης. Δεν άρεσε σε όλους από τους άλλους. Ελάχιστη σημασία έχει, ο γαλλικός Τύπος, αριστερός και δεξιός, έγραψε πως άρεσε συντριπτικά στους ίδιους.

Σε αυτή την αίσθηση συλλογικής ευαρέσκειας βρίσκεται το νήμα που συνδέει τους έλληνες με τους γάλλους οικοδεσπότες του κόσμου. Σε ένα αίσθημα υπερηφάνειας και μια στιγμή μεγαλείου, η μαγιά του οποίου είναι η αποθέωση – πολύ ελληνική τότε και πολύ γαλλική σήμερα – της ελευθερίας του σώματος. Οχι τόσο η ρώμη του ή η αρμονία του, όσο η έκθεσή του πέρα από τις συμβάσεις και τα ήθη κάθε εποχής.

Στους Αγώνες είναι το σώμα που εκτίθεται. Στην Αθήνα και στο Παρίσι εκτέθηκε και στις γιορτές του, σε εκείνες τις μοναδικές στιγμές που δεν ήταν υποχρεωμένο να κινηθεί ταχύτερα, να φτάσει μακρύτερα ή να εκτοξευθεί ψηλότερα, αλλά απλώς να υπάρξει πέρα από την κατασκευή του, το φύλο του, την ένδυσή του. Παρά μόνο σαν ένας μεγάλος ερωτικός, πότε υπαινικτικός, άλλοτε εκδηλωτικός και τώρα τελευταία παρενδυτικός. Και λοιπόν; Το ελεύθερο σώμα ήταν ένα αφυπνισμένο σώμα προτού η αφύπνιση παρεξηγηθεί ως woke. Ή μάλλον από τότε που το σώμα υποβαλλόταν σε άλλου τύπου παρεξηγήσεις, στριμωχνόταν σε άλλα κοστούμια και ταυτιζόταν με άλλες αιδούς που το υποχρέωναν να ντρέπεται. Δηλαδή, πάντοτε.

Αλλά και πάντοτε οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένας ύμνος σε αυτή την ελευθερία – στην ελευθερία του σώματος. Οτι οι Γάλλοι μεταβόλισαν αυτό ακριβώς το πνεύμα στις τελετές των Αγώνων ως προπάτορες της σύγχρονης εκδοχής τους ήταν κάτι που θα πρέπει να περίμενε κανείς. Οπως και ότι άπλωσαν τις ολυμπιακές τους τελετές σε μια πόλη που έχτισαν μεγαλοπρεπώς πάνω στα μεσαιωνικά της ερείπια με τη φιλοδοξία να γίνει η πιο όμορφη και η πιο λαμπρή του κόσμου.

Ναι, προκάλεσαν αισθητικό σοκ. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεγελιέται κανείς. Το σοκ της αφύπνισης, όπως και στη δική μας περίπτωση, ήταν κατευθείαν βγαλμένο από το παρελθόν. Μια στιγμή συνομιλίας με τη μεγάλη τους (και τη μεγάλη μας) Ιστορία.