Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου του 2000, ένα παμπάλαιο πλοίο, το «Εξπρές Σάμινα» του εφοπλιστή Σφηνιά, βυθίζεται ανοιχτά της Πάρου, παρασέρνοντας στον βυθό 81 ανυποψίαστους επιβάτες. Η έρευνα που θα ακολουθήσει θα περιγράψει αναλυτικά την ανατριχιαστική σωρεία ανθρώπινων λαθών που οδήγησαν στην τραγωδία, η οποία δύο μήνες αργότερα θα προσθέσει ένα ακόμη θύμα στους 81 νεκρούς του ναυαγίου: τον ίδιο τον Σφηνιά που δεν αντέχει το βάρος από τις τύψεις και αυτοκτονεί πέφτοντας από τον 6ο όροφο των γραφείων του, στην ακτή Κονδύλη στον Πειραιά.
Εχει όμως και ένα θετικό αποτέλεσμα το πολύνεκρο ναυάγιο: αποσύρονται το ένα μετά το άλλο τα γηρασμένα πλοία που χρησιμοποιούνταν έως τότε από τους έλληνες ακτοπλόους εφοπλιστές, και τη θέση τους παίρνουν καινούργια, σύγχρονα, ασφαλή, γρήγορα πλοία.
Η τραγωδία της Τρίτης, που αποκάλυψε την τραγική κατάσταση των ελληνικών σιδηροδρόμων και απέδειξε με τον πιο συγκλονιστικό και συνάμα ανατριχιαστικό τρόπο ότι όλα αυτά τα χρόνια από καθαρή τύχη δεν θρηνήσαμε κι άλλα θύματα, είναι βέβαιο πως θα αποτελέσει την απαρχή για τον πλήρη εκσυγχρονισμό τους. Η κυβερνητική απόφαση πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι θα αποκτήσουν και σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και σύγχρονα συστήματα καθοδήγησης και ενημέρωσης και ασφαλείς γραμμές. Ο,τι δηλαδή συνέβη στην ελληνική ακτοπλοΐα μετά το ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα».
Ωραία, αλλά γιατί αυτό έπρεπε να συμβεί μετά τη φρικτή σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη; Γιατί έπρεπε να ματώσει η χώρα, για να αποφασιστεί το αυτονόητο; Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσει η τραγωδία για να αφυπνιστεί η κυβέρνηση και να στρέψει το ενδιαφέρον της σε ένα βασικό μέσο μεταφοράς, το οποίο τα τελευταία χρόνια άρχισε να αποκτά δημοφιλία;
Και εν τέλει, πόσα θύματα, ποιες ποσότητες αίματος απαιτούνται κάθε φορά για να κινηθεί αποφασιστικά μια κυβέρνηση και να δώσει λύση σε προβλήματα που παρέλαβε με τη δέσμευση ότι θα επιλύσει, αλλά το μόνο που καταφέρνει – αν δεν μεσολαβήσει κάτι τόσο αναπόδραστο – είναι να τα παραδώσει στους επόμενους, ίδια και απαράλλαχτα;
Ναι, το ξέρω, υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, διότι προκύπτουν έκτακτα γεγονότα, κρίσεις που ανέκυψαν από το πουθενά, και όλες απαιτούν άμεση δράση και επίπονη προσπάθεια. Αλλά επειδή δεν είμαστε Ελβετία, και μάλλον δεν θα γίνουμε και ποτέ, 200 χρόνια τώρα κάθε φορά, κάθε κυβέρνηση σε αυτή τη χώρα, καλείται να αντιμετωπίσει κρίσεις «από το πουθενά». Και δυστυχώς ελάχιστες έχουν καταφέρει να συνδυάσουν τη διαχείρισή τους με την υλοποίηση ενός προγράμματος επί τη βάσει του οποίου επελέγησαν να κυβερνήσουν. Δεν πρέπει κάποτε να συμβεί και αυτό; Ωστε μαζί με τη διαχείριση των κρίσεων, να εξασκήσουν και την τέχνη της παράλληλης διακυβέρνησης; Να πάψουν να είναι ουραγοί των προβλημάτων αλλά επισπεύδουσες; Να προνοούν, αντί να μαζεύουν συντρίμμια; Η καταφατική απάντηση, σε όλα αυτά τα ερωτήματα, είναι αυτονόητη.
Δεν είναι αυτονόητη όμως στην πραγματικότητα. Ας γίνει λοιπόν η θυσία της Τρίτης η αρχή για να τελειώνει πια ο αιματηρός κατάλογος πίσω από κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας. Είναι το (βαρύ) χρέος της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, απέναντι στις γενιές που έρχονται…