Η σημερινή εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη του προσώπου που θα ηγηθεί του ΠαΣοΚ έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις προηγούμενες αντίστοιχες εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν στο κόμμα στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών.

Ολες οι προηγούμενες, από εκείνη του 2004, με μοναδικό υποψήφιο τον Γιώργο Παπανδρέου, ως την τελευταία που ανέδειξε τον Νίκο Ανδρουλάκη, το 2021, λίγο-πολύ είχαν καθορισμένο πολιτικό και κομματικό πλαίσιο. Αφορούσαν ένα ΠαΣοΚ το οποίο βρισκόταν στο λυκόφως της πορείας του και ζούσε με τις αναμνήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος. Του Ανδρέα Παπανδρέου, της Αλλαγής, της σαρωτικής νίκης του ’81, της οκταετίας Σημίτη, της μικρής αναλαμπής του Γιώργου Παπανδρέου το 2009.

Η εκλογή ετεροκαθοριζόταν, από το παρελθόν και όχι από τα πρόσωπα. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανέλαβε το ΠαΣοΚ την ώρα που πλήρωνε βαρύ, δυσανάλογα μεγάλο με τις ευθύνες του, πολιτικό κόστος για τα μνημόνια. Η Φώφη Γεννηματά το παρέλαβε καθημαγμένο από την ισοπεδωτική εισβολή του ΣΥΡΙΖΑ στα χωράφια της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας. Σταθεροποίησε τις διαρροές, έκλεισε τις τρύπες, κυρίως προς τα αριστερά και λιγότερο προς τα δεξιά, και – το σοβαρότερο – το διατήρησε ζωντανό σε μια εποχή που είχε τεθεί σε συνολική αμφισβήτηση η προσφορά του στη χώρα.

Η διαδοχή του Νίκου Ανδρουλάκη μπορεί να μην έφερε θεαματικά αποτελέσματα, όμως έδειξε ότι το κόμμα μπορεί, έστω και υπό προϋποθέσεις, να περάσει σε φάση ολικής επαναφοράς σε τροχιά της εξουσίας. Αν δεν είχε μεσολαβήσει δε η ατυχής πρόβλεψή του ότι το ΠαΣοΚ θα είναι δεύτερο κόμμα στις ευρωεκλογές, πιθανότατα να μην είχε τεθεί το ίδιο βράδυ των εκλογών σε αμφισβήτηση ο ίδιος και να μην είχε οδηγηθεί το κόμμα στη σημερινή διαδικασία.

Αλλά με τα αν και τα ίσως δεν γράφεται η Ιστορία. Την Ιστορία τη γράφουν τα γεγονότα, και το πολιτικό γεγονός όχι της ημέρας αλλά του επόμενου διαστήματος είναι η εκλογική αναμέτρηση από την οποία είτε θα αναδειχθεί νέος ηγέτης είτε θα ανανεωθεί η εντολή στο πρόσωπο του κ. Ανδρουλάκη.

Κατά τη γνώμη μου, η ειδοποιός διαφορά της σημερινής εκλογής σε σχέση με τις αναμετρήσεις της προηγούμενης 20ετίας έχει να κάνει με το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται. Η απουσία αντιπολίτευσης, που έχει καταστεί πλέον αδήριτη ανάγκη για την ομαλή λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απόρροια όχι μόνο της αποσάθρωσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και της αδυναμίας μέχρι πρότινος του ΠαΣοΚ να επαναπατρίσει πρώην ψηφοφόρους του, ρίχνει βαριά τη σκιά της στην εκλογή.

Κατά πολλούς, δε, υπερβαίνει και αυτό καθαυτό το αποτέλεσμα που θα προκύψει από τη σημερινή ψηφοφορία. Υπερβαίνει ακόμα και το τεχνητό δίλημμα, που πλασάρεται σκοπίμως από διάφορες πλευρές, για το «ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Η γνώμη μου είναι πως οποιοσδήποτε εκλεγεί μπορεί να αντιμετωπίσει επαρκώς και με πλεονεκτήματα τον σημερινό πρωθυπουργό. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στον Ιανουάριο του 2016, όταν οι ψηφοφόροι της ΝΔ ανέδειξαν βραχεία κεφαλή αρχηγό του κόμματος τον κ. Μητσοτάκη. Και τότε είχε διαχυθεί στο εκλογικό σώμα το πλαστό ερώτημα «ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τον (σ.σ.: παντοδύναμο, εκείνη την εποχή) Αλέξη Τσίπρα». Κέρδισε εκείνος που θεωρούνταν το πιο εύκολο θύμα για τον κ. Τσίπρα, αλλά τρία χρόνια αργότερα τον νικούσε κατά κράτος στις εθνικές εκλογές.

Το ίδιο ψευδεπίγραφο είναι και σήμερα το ερώτημα, ειδικά σε μια περίοδο που η δημοφιλία τόσο της κυβέρνησης όσο και του Πρωθυπουργού βρίσκονται σε καθοδική πορεία, και πάντως απέχει πολύ από το να συγκριθεί με εκείνη που έδωσε στη ΝΔ το περσινό 41%.

Στην πολιτική δεν είναι τίποτε μονοσήμαντο και τίποτε στατικό. Η «υπόκωφη βοή» που διαπιστώνουν βουλευτές της ΝΔ για την κυβέρνηση είναι μια καλή προωθητική ύλη για το «νέο ΠαΣοΚ» για το οποίο θα ψηφίσουν σήμερα οι εκλογείς.

Το μόνο ζητούμενο που υπάρχει είναι αν όλοι όσοι προσέλθουν στις κάλπες σήμερα θα είναι ψηφοφόροι του Κινήματος ή θα είναι και ψηφοφόροι και άλλων κομμάτων, και ειδικά της ΝΔ, που θα επιχειρήσουν να αναδείξουν  υποψήφιο ο οποίος θα στηρίξει τα σχέδια μιας προσεχούς συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠαΣοΚ, κατά τα πρότυπα της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου. Φοβάμαι ότι όσοι το επιχειρήσουν θα χάσουν αφενός χρόνο και αφετέρου τα 3 ευρώ της συμμετοχής!

Αλλωστε οι συνθήκες που επέβαλαν τη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είχαν να κάνουν με τη διάσωση της χώρας από τη χρεοκοπία.

Σήμερα οι συνθήκες είναι  απόλυτα διαφορετικές. Εξού και στην κάλπη, πλην των προσώπων, θα κριθούν και τα μοντέλα διακυβέρνησης. Φαντάζομαι ότι πέντε χρόνια νεοφιλελευθερισμού είναι αρκετά για να κάνουν τους πολίτες να επιλέξουν την πρόταση του ΠαΣοΚ για τη Σοσιαλδημοκρατία. Και συνακόλουθα τους υποψηφίους που την προτείνουν. Γιατί για το ΠαΣοΚ η τραυματική και συνάμα δραματική εμπειρία του 2012-2014 καθιστά μονόδρομο την αυτόνομη πορεία…