Το τέλος(;) της μοναρχίας

Η εμπλοκή τους στους πολιτικούς διχασμούς τους αφαίρεσε κύρος και νομιμοποίηση – ενώ το έκαναν ακριβώς για να αποκτήσουν νομιμοποίηση

Το τέλος του 2024 μας θύμισε ένα επιπλέον «τέλος», που συμβολικά σφραγίστηκε από τα πενήντα χρόνια Δημοκρατίας στην Ελλάδα: το τέλος της μοναρχίας.

Η απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας από δέκα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας και το επίθετο «De Grèce» που επέλεξαν προκάλεσαν συζήτηση και δημοσιεύματα και προς τις δύο κατευθύνσεις: αφενός, όσοι υποστηρίζουν ότι η μοναρχία πλέον είναι παρελθόν για την Ελλάδα και ότι επομένως δεν έχει κανένα νόημα να μη δοθεί ελληνικό διαβατήριο στους απογόνους του τελευταίου βασιλιά, που απλώς διάγουν μια πολυτελή κοσμική ζωή· αφετέρου, εκείνοι που επισημαίνουν ότι η επιλογή του συγκεκριμένου επωνύμου υποδηλώνει αντιθέτως ότι οι τέως πρίγκιπες εξακολουθούν να θεωρούν τους εαυτούς τους γαλαζοαίματους και ότι δεν δικαιολογείται η «γενναιοδωρία» της ελληνικής κυβέρνησης. Μας αφορά λοιπόν η οικογένεια «De Grèce» που προστέθηκε εσχάτως στους συμπολίτες μας; Είναι μια είδηση για τις κοσμικές στήλες ή έχει πολιτικό περιεχόμενο;

Θα ήταν χρήσιμο αν υπενθυμίζαμε την παράλληλη περίπτωση των περιπετειών της μοναρχίας στη γειτονική μας Βουλγαρία. Oπως συνέβη και με το ελληνικό κράτος, όταν ιδρύθηκε, το βουλγαρικό κράτος απέκτησε το 1887 τον δικό του βασιλιά από κάποιο δυτικό οίκο, εν προκειμένω του Σαξκοβούργου και Γκόθα.

Η μοναρχία καταργήθηκε στη Βουλγαρία με δημοψήφισμα στις 8 Σεπτεμβρίου 1946 (95,6% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας), την ίδια ακριβώς εποχή που σε αντίστοιχο δημοψήφισμα οι Eλληνες ενέκριναν με ποσοστό 68,4% την επιστροφή του Γεωργίου Β΄. Δεν θα συζητήσω εδώ τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες στις δύο χώρες που οδήγησαν σε αυτά τα αντίθετα αποτελέσματα ούτε το αδιάβλητο της ψηφοφορίας.

Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην επιστροφή του έκπτωτου βασιλιά Συμεών Β΄ στη Βουλγαρία το 1996, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο Συμεών με το εκβουλγαρισμένο επώνυμο Σαξκοβουργκγκότσκι έγινε αρχηγός κόμματος («Εθνικό Κίνημα Συμεών Β΄») και κέρδισε μάλιστα τις εκλογές το 2001. Κυβέρνησε ως πρωθυπουργός τη Βουλγαρία ως το 2005, όταν μετείχε σε κυβέρνηση συνεργασίας, για να οδηγηθεί τελικά σε εκλογική κατάρρευση το 2009.

Η βουλγαρική περίπτωση μας υπενθυμίζει ότι ο μονάρχης, ακόμη κι όταν είναι έκπτωτος, είναι πολιτικό πρόσωπο, χαίρει αναγνωρισιμότητας και μπορεί να την αξιοποιήσει εφόσον τον ενδιαφέρει μια πολιτική επιστροφή. Και προφανώς δεν παίζει κανένα ρόλο εάν η καταγωγή της οικογένειάς του είναι «ξένη». Eχει ήδη εθνικοποιηθεί όπως και πολλοί άλλοι θεσμοί.

Στην περίπτωση της ελληνικής βασιλικής οικογένειας των Γλύξμπουργκ, οι οποίοι επίσης συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς με τη μεγάλη οικογένεια των εστεμμένων στην Ευρώπη, παρατηρούμε μια αντίστοιχη περιπετειώδη ιστορική διαδρομή από το 1863 ως το 1974.

Η μοναρχική εξουσία αντιμετωπίζει από τον 19ο αιώνα μια συνεχή κρίση νομιμοποίησης σε ολόκληρη την Ευρώπη, με αντίπαλο πόλο εξουσίας τα κοινοβούλια, και οι ηγεμόνες, οι οποίοι πλέον δεν αντλούν την εξουσία τους από τη Θεία Πρόνοια αλλά από την Ιστορία, επεξεργάζονται πολιτικές που ενεργοποιούν το συναίσθημα του λαού.

Ο Γεώργιος Α΄ και ο διάδοχος Κωνσταντίνος έπαιξαν με επιτυχία αυτό το παιχνίδι αντιμετωπίζοντας τις αντιμοναρχικές απειλές που προκάλεσαν η ήττα του 1897 και το κίνημα στο Γουδί το 1909. Ο Κωνσταντίνος Α΄, αφού ανέβηκε στον θρόνο μετά τη δολοφονία του πατέρα του το 1913, ακολούθησε μια καταστροφική πορεία ακραίας πολιτικής πόλωσης, συμπεριφερόμενος μάλλον σαν κομματάρχης απέναντι στον Βενιζέλο παρά ως βασιλιάς.

Η Καταστροφή του 1922 είχε ως συνέπεια την εξορία του και εν συνεχεία τη μετάβαση σε αβασίλευτη δημοκρατία το 1924. Η μοναρχία παλινορθώθηκε το 1935, με τον Γεώργιο Β΄ να στηρίζει λίγους μήνες αργότερα τον Μεταξά στην επιβολή δικτατορίας.

Με τη γερμανική κατάκτηση ο βασιλιάς διέφυγε στο Λονδίνο για να επιστρέψει μετά το δημοψήφισμα του 1946 και να πεθάνει λίγους μήνες μετά. Ο Παύλος που τον διαδέχθηκε συνέχισε την πολιτική ανάμειξης του Στέμματος στις κομματικές διαμάχες συγκρουόμενος τόσο με τον Παπάγο όσο και με τον Καραμανλή. Ο τελευταίος της δυναστείας, Κωνσταντίνος Β΄, διακατεχόταν από παρόμοιες απόψεις για τον ρόλο της μοναρχίας και συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου πριν δείξει ανικανότητα και αδυναμία απέναντι στους συνταγματάρχες της απριλιανής δικτατορίας.

Ανώδυνα και χωρίς σοβαρές αντιδράσεις καταργήθηκε η μοναρχία στην Ελλάδα το 1974. Η εξήγηση βρίσκεται στον τρόπο που τα μέλη της δυναστείας των Γλύξμπουργκ πολιτεύτηκαν διαχρονικά επιλέγοντας την υποστήριξη συγκεκριμένων πολιτικών μερίδων και όχι μια πραγματικά εθνική και υπερκομματική στάση.

Η εμπλοκή τους στους πολιτικούς διχασμούς τους αφαίρεσε κύρος και νομιμοποίηση – ενώ το έκαναν ακριβώς για να αποκτήσουν νομιμοποίηση. Η έλλειψη σεβασμού προς τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και το Σύνταγμα υπήρξε ένας επιπλέον λόγος σύγκρουσής τους κατά καιρούς με την πολιτική ηγεσία της χώρας και αποξένωσής τους από τον «λαό» τους.

Η εμμονή τους στο ότι «δεν έχουν επώνυμο» και η απόκτηση εν τέλει ενός επωνύμου που παραπέμπει σε πριγκιπικό τίτλο δείχνουν ότι δεν έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης από τους προγόνους τους, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την επανεμφάνισή τους. Μήπως κατά το παράδειγμα του βούλγαρου ομολόγου τους θα αναλάβουν πολιτικό ρόλο με άλλη ιδιότητα; Θα δούμε άραγε τον Παύλο Ντεγκρές σε κάποιο ψηφοδέλτιο Επικρατείας;

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.