Η δήλωση στο μέσον της εβδομάδος του κ. Νικήτα Κακλαμάνη περί του βασικού χαρακτηριστικού που πρέπει να διαθέτει η προσωπικότητα η οποία θα προταθεί ως διάδοχος της νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, ομολογώ ότι μου δημιούργησε την αίσθηση πως για ορισμένους όλα – και το συγκεκριμένο θέμα – πρέπει να υπακούουν σε στρατηγικές μικροκομματικής φύσεως.

Τι είπε ο κ. Κακλαμάνης απηχώντας προφανώς τις απόψεις σχεδόν του συνόλου της δεξιάς παρατάξεως; Οτι ο νέος Πρόεδρος πρέπει να προέρχεται από την παράταξη.

Πρόκειται για μια αφοπλιστική και εν πολλοίς αφελή στη σύλληψή της παραδοχή, ότι για την καθαρόαιμη Δεξιά η λύση στα προβλήματα συνοχής που παρουσιάζει η Νέα Δημοκρατία είναι να επιστρέψει ολοταχώς στην αλησμόνητη εκείνη περίοδο του «κράτους της Δεξιάς». Οχι πλέον πλασματικές εικόνες, όχι πρόχειρες επικαλύψεις, κανένα άλλοθι, σε πρόσωπα ή πολιτικές για το ποιοι πραγματικά είμαστε.

Ενδεχομένως πίσω από την παραδοχή-επιταγή του κ. Κακλαμάνη να κρύβεται και κάτι ακόμη, το οποίο στις εποχές που ζούμε χτυπάει δυσοίωνα καμπανάκια, καθότι υπερβαίνει τον κομματικό σοβινισμό. Αποκτά χαρακτηριστικά πολιτικού ρατσισμού, μιας ξεχασμένης στον χρόνο αντίληψης περί ιδεολογικοπολιτικής «καθαρότητας». Ο δεξιών καταβολών Πρόεδρος θα είναι καλύτερος από οιονδήποτε άλλον προερχόμενο από πολιτικούς σχηματισμούς εκτός Νέας Δημοκρατίας. Διότι θα εμφορείται από ιδέες και αντιλήψεις οι οποίες θα τον απέτρεπαν επί παραδείγματι να χαιρετίσει με τον τρόπο του ρηξικέλευθες, προοδευτικές, μεταρρυθμιστικές πολιτικές, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών.

Θα αποτελούσε το τιτάνιο στήριγμα των προαιώνιων αξιών του Εθνους, και θα επωμιζόταν τον ρόλο του άγρυπνου φρουρού κάθε φορά που η κυβέρνηση, η σημερινή ή η επόμενη, θα επιχειρούσε να περάσει μια απόφαση η οποία θα βρισκόταν εκτός του πλαισίου που ορίζει το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Επειδή είναι απίθανο να διαφεύγει του κ. Κακλαμάνη, και του όποιου άλλου νεοδημοκράτη βουλευτή ή παράγοντα, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευτυχώς δεν διαθέτει τις προνομίες να αναπέμψει έναν νόμο ή να θέσει βέτο στην ψήφιση ενός άλλου, χωρίς να δημιουργηθεί μείζον πολιτειακό ζήτημα, διερωτάται κανείς προς τι η επιμονή για έναν Πρόεδρο ο οποίος θα πρέπει να προέρχεται από την παράταξη.

Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι στην πραγματικότητα ο βουλευτής και πρώην υπουργός περιγράφει το υπαρξιακό πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας, να παραμείνει ενωμένη στις προσεχείς ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η επιμονή στην πολιτική καταγωγή της προσωπικότητας που θα προταθεί για το ύπατο αξίωμα της Πολιτείας μοιάζει εντελώς παράταιρη και πολιτικά αποκρουστική.

Πρυτανεύει σε αυτή το μικροκομματικό συμφέρον, έναντι του γενικότερου συμφέροντος της χώρας. Παραβλέπει, παραγνωρίζει και αδιαφορεί ότι ο νέος Πρόεδρος οφείλει να έχει το υπόβαθρο, τη βούληση, την ικανότητα και τις δυνατότητες να υπηρετήσει το αξίωμα που εκπροσωπεί την Ελλάδα έναντι όλων, εντός και εκτός της χώρας. Και προφανώς όχι για να χρησιμοποιηθεί πρόσκαιρα ώστε να επιβεβαιωθεί η κοινοβουλευτική ισχύς της Νέας Δημοκρατίας.

Αν δεν γνώριζα τις σχέσεις του Πρωθυπουργού με τον κ. Κακλαμάνη, θα υπέθετα ότι αυτός είναι ο στόχος πλέον του κ. Μητσοτάκη, και απλώς βουλευτές όπως ο κ. Κακλαμάνης επωμίζονται τον ρόλο του «λαγού». Αλλά επειδή οι σχέσεις είναι δεδομένες, νομίζω ότι ο κ. Κακλαμάνης ενεργεί υπό το κράτος του κομματικού πατριωτισμού, και μόνο.

Ομως κάποιος πρέπει να του υπενθυμίσει ότι σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους και απαιτητικούς, η συγκατοίκηση Προέδρου – Πρωθυπουργού, προερχομένων από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, προσέδωσε κύρος στον θεσμό, ενίσχυσε τη Δημοκρατία και το Πολίτευμα, και λειτούργησε καταλυτικά στην αποτροπή σοβαρότατων κρίσεων. Ακόμη και εθνικών.

Τούτων δοθέντων και επειδή με την επιλογή της κυρίας Κ. Σακελλαροπούλου, προ 5ετίας, όταν αισθανόταν, και ήταν, πανίσχυρος, ο κ. Μητσοτάκης εφάρμοσε επιτυχώς την ίδια συνταγή με προηγούμενους πρωθυπουργούς, γνωρίζει ότι πρέπει να κλείσει τα αφτιά του στις υποδείξεις περί δεξιού υποψηφίου. Δεν το έχει ανάγκη, δεν τον εξυπηρετεί σε τίποτε και κυρίως δεν διαφαίνεται κάτι που να τον εξασφαλίζει ότι με μια επιλογή από την «παράταξη» θα είναι ανέφελη η συμβίωση μαζί του.

Αν μάλιστα καταφέρει να προσεγγίσει κανείς τη σκέψη όσων του το προτείνουν, είναι σχεδόν σίγουρο ότι το ακριβώς αντίθετο θα του συμβεί, στην απευκταία υπόθεση ότι εν τέλει θα ενδώσει στις δεξιές σειρήνες. Γιατί τα πρόσωπα που προέρχονται από την παράταξη, και εννοούν όσοι του το προτείνουν, είναι συγκεκριμένα, έχουν λάβει κατά καιρούς και με διάφορες αφορμές διακριτές αποστάσεις από επιλογές που έχει κάνει είτε ο ίδιος είτε η κυβέρνηση, οπότε τίποτε δεν τον διαβεβαιώνει πως θα αλλάξουν στάση μετακομίζοντας στην Ηρώδου του Αττικού. Ισα-ίσα, θα πολλαπλασιάσουν τα προβλήματά του…