Στην «Ιστορία αγάπης και σκότους», την αυτοβιογραφική αφήγηση του Αμος Οζ όπου τα πιο τρυφερά από τα χρόνια ενός παιδιού συμπίπτουν με τις ωδίνες της γέννησης ενός κράτους, ο ισραηλινός συγγραφέας διακρίνει ένα σημείο καμπής.
Προηγουμένως έχει δει τον πατέρα του, έναν μάλλον καχεκτικό και χωρίς εξάρσεις διανοούμενο, τον οποίο έχει συνηθίσει βουτηγμένο στη σκόνη της βιβλιοθήκης του, να «καλεί στα όπλα» στον πρώτο πόλεμο του Ισραήλ. Το θέαμα ενός πατέρα – αυτού του πατέρα – ανακατεμένου με το πλήθος στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, αυτή η εκδήλωση πατριωτισμού που συνοδεύεται από μια πρωτόγνωρη συναισθηματική έκρηξη, η αδιανόητη έως τότε ταύτισή του με ένα έθνος και μια σχεδόν τυχαία νίκη θα προκαλούσαν στον ίδιο ένα ερώτημα: Πώς αυτοί οι πρόσφυγες, οι κυνηγημένοι του κόσμου που είχαν παραδοθεί χωρίς ίχνος αντίστασης ακόμη και στα κρεματόρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, μετατράπηκαν σε μια μυώδη και κατά περίπτωση κτηνώδη στρατιωτική μηχανή;
Αυτό είναι για τον Οζ το σημείο καμπής στην ιστορία του και την ιστορία της χώρας του. Καθώς οδηγείται από την εφηβεία του και την αυτοχειρία της μητέρας του στις κολεκτίβες των κιμπούτς και σε μια αγροτική ζωή όπου θα γνωρίσει τον μεγάλο του έρωτα, διακρίνει πλέον στη γέννηση ενός κράτους την τελευταία ευκαιρία μιας συλλογικής επιβίωσης. Ο άλλος δρόμος είναι αυτός του πλήρους αφανισμού. Για τους επιγόνους της διασποράς δεν υπάρχει άλλος τόπος ούτε άλλος τρόπος. Μια δημοκρατία φυτεύεται στη μέση της ερήμου ή τουλάχιστον σε μια άνυδρη γη. Αλλά με αρκετά εξασκημένους μυς, φουσκωμένους και από τη στρατιωτική βοήθεια της Δύσης, για να μη χάσει την τελευταία ευκαιρία επιβίωσης πρώτα απέναντι στον αραβικό εθνικισμό και έπειτα απέναντι στις παλαβές θεοκρατίες.
Πρώτα σε έξι ημέρες – τόσο κράτησε ο πόλεμος του 1967 με την Αίγυπτο, την Ιορδανία και τη Συρία και «λοιπές δυνάμεις» όπως το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και η Αλγερία. Κι έπειτα; Επειτα ο χρόνος απλώνεται σαν μια τεράστια κηλίδα από αίμα και μια ευθύνη που επιμερίζεται και στις δύο πλευρές. Διακρίνει πλέον κανείς ένα νέο σημείο καμπής, έναν Ράμπο της ερήμου που δεν αμύνεται μόνο αλλά και κατακτά, μια δημοκρατία που επιμολύνεται από την εγχώρια υπερορθοδοξία της, ένα ισχυρό έθνος που αρνείται σε ένα άλλο έθνος, αυτό των Παλαιστινίων, τη γέννηση του δικού του κράτους, δημιουργώντας έτσι ένα νέο είδος απειλής.
Σήμερα, το Ισραήλ δεν απειλείται από πλήρη αφανισμό. Η απειλή προέρχεται από εκείνους που σπρώχνει στον τυφλό φανατισμό. Η κυβέρνησή του έχει βουτηχτεί στη δίνη μιας παράνοιας όπου οι φανατικοί επιστρατεύουν ανθρώπινες ασπίδες για να κερδίσουν τουλάχιστον τον πόλεμο της επικοινωνιολογίας και οι Ράμπο απλώς τις βομβαρδίζουν για να φτάσουν στον πραγματικό στόχο. Εχει σημασία ότι εξοντώνονται η μία μετά την άλλη οι κεφαλές του φανατισμού; Μπορεί να προσμετρήσει κανείς το «κέρδος»; Μόνο ως πρόσκαιρο. Ο φανατισμός της Χαμάς και της Χεζμπολάχ ανατροφοδοτείται, νέα κεφάλια πετιούνται όπως της Λερναίας Υδρας, η εξέλιξη είναι αυτή μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης: Ο «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» αφήνει τη θέση του σε μια περιφερειακή σύγκρουση, οι φονικές επιδρομές της Χαμάς και οι ρουκέτες της Χεζμπολάχ αντικαθίστανται από τους πυραύλους των μουλάδων. Κι έπειτα;
Στο σπιράλ της κλιμάκωσης οι λοιπές δυνάμεις που μετριούνται δεν είναι πλέον οι καραμπίνες και οι φαντάροι του Κουβέιτ και της Αλγερίας. Είναι περιφερειακά η Τουρκία και ευρύτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία. Ετσι, μπρούτα, γράφεται το νέο κεφάλαιο του σκότους. Χωρίς την πένα του Αμος Οζ και χωρίς τη φωνή του που, ήδη από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, ενωνόταν με τις λίγες φωνές της εποχής για να πουν, μέχρι να σβήσουν, πως η μοναδική λύση στη σύγκρουση ήταν η δημιουργία δύο κρατών.