Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου χαρακτηρίστηκαν ως κρίσιμες, σημαντικές, αν όχι οι σημαντικότερες στην ιστορία των ΗΠΑ από το 1860 («Foreign Policy», 9/9/2024), οι πλέον καίριες από το 2000, όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά για την Ευρώπη, τη Δύση και πλανητικά. Οση δόση υπερεκτίμησης της σημασίας των 60ών προεδρικών εκλογών κι αν έχουν τέτοιες αξιολογήσεις, η παγκόσμια σταθερότητα και ασφάλεια σε γεωπολιτικό, οικονομικό και τεχνολογικό πλαίσιο, οι προοπτικές για βιώσιμη ανάπτυξη και η υπεράσπιση της δημοκρατίας μπορούν να επηρεαστούν από τις αποφάσεις της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η σαρωτική νίκη Τραμπ «θα ταρακουνήσει τα πάντα», έγραψε ο «Economist» (6/11/2024). Οπως όλα δείχνουν, εκτός από τη λαϊκή ψήφο και την άνετη πλειοψηφία στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, οι Ρεπουμπλικανοί θα επικρατήσουν στο Κογκρέσο κατακτώντας την πλειοψηφία στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Απέναντί τους έχουν ένα αποδυναμωμένο Δημοκρατικό Κόμμα που δεν έπιασε τον παλμό των εκλογέων. Το μήνυμα της Κάμαλα Χάρις παρέμεινε θολό όσον αφορά τα μεγάλα υλικά διακυβεύματα (οικονομία) και αποσυνδεδεμένο από τους φόβους (μετανάστευση) και τις αγωνίες της καθημερινότητας (ακρίβεια) των κατώτερων και χαμηλών μεσαίων τάξεων. Η θεματοποίηση της προστασίας της Δημοκρατίας από την κυρία Χάρις δεν είναι ότι δεν έπεισε τους εκλογείς για τη σημαντικότητα του διακυβεύματος, όχι όμως τόσο ώστε να αλλάξει τη γνώμη τους ως προς το ότι τα απτά ζητήματα της καθημερινότητας έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις αφηρημένες έννοιες («The New York Times», 6/11/2024).
Εχοντας την εμπειρία της οικονομικής ύφεσης και της πανδημίας, η ανασφάλεια και ο φόβος κυριαρχούν στα συναισθήματα και πλαισιώνουν τη συμπεριφορά των πολιτών. Οι πολιτικοί δεν αρκεί να γνωρίζουν τις ανάγκες των ανθρώπων για να χαράξουν πολιτικές· πρέπει να μπορούν να αντιληφθούν την γκάμα των συναισθημάτων τους. Οι Δημοκρατικοί έδειξαν αδυναμία ή και υπεροψία υποτιμώντας τα συναισθήματα των πολιτών. Σκιαγράφησαν μια χώρα και μια προοπτική λαμβάνοντας υπόψη τα περιβάλλοντα που συναναστρέφεται ο κύκλος της πολιτικής ελίτ και όχι την πλειοψηφία των πολιτών, ούτε καν εκείνους που με βάση τα χαρακτηριστικά τους (χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα πόλεων) θα έπρεπε να αποτελούν τους σταθερούς εκλογείς των Δημοκρατικών.
Η ήττα για τους Δημοκρατικούς είναι για τον λόγο αυτόν οδυνηρή επειδή δεν προήλθε μόνο από την υποχώρηση της διείσδυσής τους σε κατηγορίες που εκλογικού σώματος που είναι αμφίπλευρα διεκδικήσιμες από τα δύο κόμματα· η εκλογική υποστήριξη των Δημοκρατικών γνώρισε υποχώρηση στον πυρήνα της εκλογικής τους δεξαμενής: στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα και σε κατηγορίες ανδρών εκλογέων οι οποίες ψηφίζουν παραδοσιακά το Δημοκρατικό Κόμμα. Με επικεφαλής μια υποψήφια με πολυφυλετικό υπόβαθρο, στους άνδρες ισπανόφωνους εκλογείς ο Τραμπ πρόσθεσε 18 ποσοστιαίες μονάδες στη δύναμή του σε σχέση με το 2020, ενώ στους άνδρες αφροαμερικανούς ψηφοφόρους το ποσοστό της Χάρις ήταν κατά 14 μονάδες χαμηλότερο από το αντίστοιχο στις γυναίκες εκλογείς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αξιοποίησε το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος, απευθυνόμενος στα ένστικτα και διαμορφώνοντας ένα αφήγημα τοξικό και συγκρουσιακό. Οι ομιλίες του περιλαμβάνουν δραματικά αυξημένες αναφορές σε λέξεις με βίαιο περιεχόμενο, όπως «θάνατος», «σφαγή», «πόλεμος», «αίμα», «εισβολή». Αυτό το μοτίβο εκφραστικότητας ξεπερνά κατά πολύ εκείνο που υιοθετούν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, θυμίζοντας ρητορικά στυλ αυταρχικών ηγετών (N. Savin & D. Treisman, 2024). Αυτή η προσέγγιση προωθεί την ενεργοποίηση ενός μηχανισμού επίρριψης ευθύνης (blame attribution). Στην παρούσα φάση, αυτός ο μηχανισμός λειτούργησε υπέρ του Τραμπ πείθοντας απογοητευμένους εκλογείς ότι τα προβλήματα οφείλονται στις αποτυχίες των αντιπάλων του.
Στις ΗΠΑ συντελέστηκε ένα σημαντικής έκτασης και έντασης δεξιόστροφο τσουνάμι, με τους Δημοκρατικούς να μην μπορούν να λειτουργήσουν ως ζώνη αναγνώρισης, αντιμετώπισης και εκτόνωσης της απειλής. Η κινητήριος δύναμη για αυτό το τσουνάμι είναι ο Τραμπ. Ο φόβος που υπάρχει είναι ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος μπορεί να φανεί το ίδιο επιδραστικός και εκτός των ΗΠΑ, σε περιβάλλοντα που ελκύονται από το δικό του «σκοτεινό σενάριο»: εκείνο ενός κόσμου που βυθίζεται σε κινδύνους και αντιμετωπίζει αλληλένδετες κρίσεις που δημιουργούν αστάθεια και φόβο. Μια άτυπη διεθνής αυταρχικών και λαϊκιστών ηγετών, που από χρόνια διακινεί το ίδιο σενάριο, είδε με ενθουσιασμό την επικράτηση Τραμπ (Βίκτορ Ορμπαν, Μαρίν Λεπέν), ενώ και άλλοι από το ίδιο μπλοκ (Τζόρτζια Μελόνι) τήρησαν μεν διακριτικότερη στάση, καλλιεργώντας ωστόσο σχέσεις με το νατιβιστικό MAGA (Make America Great Again) κίνημα του Τραμπ και την Αμερικανική Συντηρητική Ενωση.
Η συζήτηση γύρω από την Ακρα Δεξιά ως ένα «παγκόσμιο φαινόμενο» (L. de Jonge, V. Georgiadou, D. Halikiopoulou & C. Rovira-Kaltwasser, T. Tanscheit 2024), τον λαϊκισμό και τον αναδυόμενο νέο αυταρχισμό καταδεικνύει την ικανότητα αυτών των φαινομένων να διαχέονται ευρέως. Οι εκλογικές επιτυχίες σε κάποια χώρα μπορούν να προκαλέσουν κύματα διάχυσης, επηρεάζοντας πολιτισμικά συγγενείς χώρες παρά γεωγραφικούς γείτονες (C. Roumanias, L. Rori & V. Georgiadou 2022). Η επιδείνωση της ποιότητας της δημοκρατίας και η αυξανόμενη πολιτική δυσπιστία ενισχύουν αυτές τις τάσεις διάχυσης, με αποτέλεσμα ακόμη και πολιτικές δυνάμεις εκτός του ακροδεξιού και ανελεύθερου φάσματος να υιοθετούν παρόμοια ρητορική και θέσεις. Ο Τραμπ αυτοπροβάλλεται ως παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης στο πολιτικό κατεστημένο και επικεφαλής ενός κινήματος που αντιστέκεται στην παγκοσμιοποίηση. Η νίκη του αναμένεται να λειτουργήσει ως καταλύτης διάχυσης που θα ενθαρρύνει την Ακρα Δεξιά και θα συμβάλει στην κανονικοποίηση των ιδεών της και πέραν του ακροδεξιού και νεοαυταρχικού φάσματος.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).