Οπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η υπόθεση Novartis θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, είτε τη δούμε ως σκάνδαλο είτε ως σκευωρία.
Η εκδοχή του σκανδάλου εμφανίζεται εξαιρετικά αποδυναμωμένη και αμφισβητούμενη. Δεν βρέθηκαν χρήματα, ούτε διαδρομές χρημάτων, ούτε αξιόπιστοι μάρτυρες, ούτε άλλα στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν κάποιο κατηγορητήριο.
Το πολυδιαφημισμένο FBI που θα ερχόταν να πιάσει τους κακούς το είδαμε μόνο στο Netflix. Ενώ στην πραγματικότητα η ιατρική πλευρά της υπόθεσης δεν έχει καν ερευνηθεί. Οι βασικοί εμπλεκόμενοι δεν έχουν κληθεί να καταθέσουν, οι ύποπτοι δεν διώκονται, κάποιοι που πήγαν στο δικαστήριο αθωώθηκαν. Δεν ξέρουμε καν αν υπάρχει σκάνδαλο, ούτε σε τι συνίσταται. Ακόμη κι η ίδια η εταιρεία παραμένει ανέγγιχτη στο απυρόβλητο!
Εύλογα η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο ή στο ράφι, με την εξαίρεση του Ανδρέα Λοβέρδου που καλείται να δώσει «εξηγήσεις» σε κάτι ατεκμηρίωτα και μάλλον ευφάνταστα ερωτήματα.
Αυτά σε ό,τι αφορά το σκάνδαλο. Πάμε στη σκευωρία. Αν υπάρχει σκευωρία, έχει δυο σκέλη.
Πρώτον, ένα σκέλος δικαστικό και δημοσιογραφικό. Σε αυτό θεωρούνται εμπλεκόμενοι οι εισαγγελείς που χειρίστηκαν την υπόθεση και όχι μόνο η Εισαγγελία Διαφθοράς, δημόσιοι λειτουργοί, καθώς και μια ομάδα τριών δημοσιογράφων και εκδοτών που βρέθηκαν σε ανοιχτή γραμμή με την Εισαγγελία.
Για άλλους δύο δημοσιογράφους του κυβερνητικού Τύπου που μπλέχτηκαν υπάρχει η άποψη ότι απαλλάσσονται λόγω βλακείας. Ολα αυτά φυσικά μένει να αποδειχτούν και να αξιολογηθούν.
Δεύτερον, ένα σκέλος πολιτικό. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδειχτεί ότι ένα πολιτικό κύκλωμα δρούσε σε συνεννόηση, εκμεταλλευόταν ή ακόμη και καθοδηγούσε το δικαστικό και δημοσιογραφικό κύκλωμα σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων του.
Ούτε αυτό έχει αποδειχθεί έως τώρα. Πολλά λέγονται για τον ρόλο του Δ. Παπαγγελόπουλου ή του Θ. Καρτερού ή του Δ. Τζανακόπουλου κ.λπ., αλλά στην ποινική Δικαιοσύνη δεν αρκεί κάτι να λέγεται. Πρέπει και να αποδεικνύεται.
Είναι προφανές λοιπόν πως τόσο η εκδοχή του σκανδάλου όσο και η εκδοχή της σκευωρίας πρέπει να διερευνηθούν μέχρι τέλους. Οχι φυσικά για λόγους εκκαθάρισης πολιτικών λογαριασμών αλλά για λόγους δημοκρατικής παιδαγωγικής. Για να μην ξανασυμβούν.
Η διερεύνηση του σκανδάλου δεν φαίνεται να κρύβει πλέον πολλές εκπλήξεις ή άγνωστες πτυχές – τουλάχιστον ως προς τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα… Από πολιτική άποψη μιλάμε μάλλον για αψιμαχίες.
Η διερεύνηση της σκευωρίας δεν έχει καν ξεκινήσει. Είναι καταφανές από την ανανέωση της θητείας Τουλουπάκη πως ούτε η κυβέρνηση ούτε η σημερινή ηγεσία της Δικαιοσύνης ενδιαφέρονται να το επιχειρήσουν.
Συνεπώς η έρευνα μετατίθεται για μετά τις εκλογές. Και με μια προϋπόθεση: ότι οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες δεν θα παραγραφούν από τη μετεκλογική αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και τις νέες εκλογές.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα κι εφόσον ούτε η συνταγματική αναθεώρηση μπορέσει να ολοκληρωθεί, σε περίπτωση νέων εκλογών όλα τα πεπραγμένα της σημερινής κυβέρνησης θα πάρουν συγχωροχάρτι. Είναι πιθανό κάτι τέτοιο; Οχι ιδιαίτερα.
Αφενός επειδή η ΝΔ έχει σοβαρές πιθανότητες να πάρει αυτοδυναμία.
Αφετέρου επειδή η αποφυγή νέων εκλογών και της συνακόλουθης παραγραφής αποτελούν εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο για μια κυβερνητική συνεργασία ΝΔ – ΚΙΝΑΛ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της ΝΔ.
Οποια μορφή κι αν πάρει πρακτικά αυτή η συνεργασία (ψήφο ανοχής, συγκυβέρνηση κ.λπ.) αποτελεί ουσιαστικά μονόδρομο. Αποκλείοντας φυσικά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα είναι το αντικείμενο της έρευνας.
Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή η Novartis εμφανίζεται ικανή να διασφαλίσει μια μορφή μετεκλογικής σταθερότητας, το αντίθετο από εκείνο που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας να μείνει μετεκλογικά στο παιχνίδι.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο μεθόδευαν όσοι διαφήμιζαν «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από καταβολής του ελληνικού κράτους». Αλλά κι αν το επεδίωκαν δεν θα είναι η πρώτη φορά που τέτοιες μεθοδεύσεις καταλήγουν σε βάρος τους.
«Νέο καθεστώς»
Η μεγαλύτερη πλάκα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο δεν είναι ότι μιλάει για «το πολιτικό προσωπικό του παλιού καθεστώτος».
Είναι ότι κατά λογική ακολουθία ανακηρύσσει τον εαυτό του «νέο καθεστώς» – θα δούμε φυσικά αν θα ισχύει και μετά τις εκλογές.
Πώς περάσαμε όμως από το «παλιό καθεστώς» στο «νέο»; Κατά γενική παραδοχή αυτό συμβαίνει μόνο με επανάσταση.
Συνεπώς ο Τζανακόπουλος δεν εκπροσωπεί μόνο ένα «νέο καθεστώς» αλλά και την «επανάσταση» που το εγκαθίδρυσε. Μεγάλο βάρος για έναν άνθρωπο.
Το οποίο πάντως επαξίως σηκώνει. Διότι όταν Πρωθυπουργός είναι κάποιος που μιμείται τον Ανδρέα γιατί να μην τον εκπροσωπεί ένας που υποδύεται τον Ροβεσπιέρο με λίγο Φιντέλ Κάστρο;