Από κάποια μακάβρια ειρωνεία, στο τέλος κάθε χρόνου παρευρίσκομαι σε τουλάχιστον μία κηδεία. Εχω την παιδική ανάμνηση ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου καλυμμένου από ένα φθαρμένο σεντόνι ύστερα από μια απώλεια. Δεν ξέρω γιατί απλώς δεν το ξεστόλισαν. Ισως επειδή κανείς δεν είχε διάθεση.
Ή επειδή, καθώς λένε, είναι γρουσουζιά να ξεστολίζεις προτού περάσουν οι γιορτές. Πόση γρουσουζιά να περιμένεις ύστερα από έναν θάνατο, βέβαια. Εκτοτε, πάντως, όποτε πεθαίνει κάποιος Χριστούγεννα, φαντάζομαι ένα ελατάκι καλυμμένο από ένα σεντόνι σε μια γωνιά.
Στην κηδεία, που συμπίπτει με την περίοδο των εσωτερικών συνόψεων, πιάνω τον εαυτό μου να διακόπτει τον θρήνο και να παρασύρεται σε αναστοχασμούς. Παρακολουθώ στον ναό ψάλτες και ιερείς να τραγουδούν σαν να βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή του μύθου. Στα βλέμματα που ανταλλάσσουν, δίνοντας ο ένας ασματική πάσα στον άλλο, διακρίνω ένα τελετουργικό παρόμοιο με εκείνο που – υποθέτω ότι – ακολουθούσαν οι άνθρωποι χιλιετίες πριν, τραγουδώντας και χορεύοντας ανθοστολισμένοι γύρω από μια στοίβα πέτρες ή ξύλινα ομοιώματα. Το 2018, οι επιστήμονες επανεξέτασαν ένα τέτοιο ομοίωμα που βρέθηκε στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα και απεφάνθησαν ότι πρέπει να είναι έντεκα χιλιάδων ετών, ήδη σε διαδικασία απολίθωσης.
Το (ανθρωπομορφικό) ομοίωμα θα μπορούσε να είναι θρησκευτικό· εξάλλου, οι υποθέσεις για τις απαρχές της θρησκείας παρουσιάζουν και εξαψήφιες χρονολογίες. Τι να περιλάμβανε μια οργανωμένη θρησκεία τότε; Σίγουρα αισθητηριακά πράγματα: ιερά αντικείμενα και πρακτικές, ενέργειες των χεριών. Ο,τι και σήμερα.
Μάλιστα, τα αισθητηριακά μέρη αυτής της υποθετικής θρησκείας – επίσης όπως σήμερα – θα ήταν πιο εύκολα εντοπίσιμα. Οι τελετουργίες πάντα υπάρχουν, τις βλέπεις, φαίνονται. Το βίωμα της όποιας πίστης, απ’ την άλλη, είναι αναπόδεικτο. «Οπου υπάρχουν άνθρωποι», είπε ο Κομπάγιασι Ισα, «υπάρχουν μύγες και βούδες». Μύγες και βούδες, όχι άγγελοι και Λόγοι.
Μου φαίνεται πολύ χαριτωμένο και πολύ ανθρώπινο αυτό που παρακολουθώ. Αραγε αυτές οι πρακτικές, απαράλλακτες στην Ιστορία, είναι απόδειξη ότι η θρησκεία είναι μια ανθρώπινη επινόηση, ή μήπως ο Θεός επιτρέπει στους πιστούς του να τον λατρεύουν με όποιο νόημα δύνανται να δώσουν στη λατρεία ως φυσικά όντα;
Από κάποια δεύτερη – τώρα φροϋδική – ειρωνεία, μου έρχεται στον νου ο πατέρας μου, τον οποίο θυμάμαι, κλασικά σε χριστουγεννιάτικη κηδεία, να προχωρά μ’ εμένα παιδί προς την είσοδο του νεκροταφείου, ήδη φουρκισμένος που έκανε ένα τέταρτο να παρκάρει. Προχωρώντας, βλέπουμε τροφαντές ανθοπώλισσες να προετοιμάζουν μπουκέτα ειδικά για τις κηδείες της μέρας. Εχουν στήσει πτυσσόμενες φορμάικες στο πεζοδρόμιο, όπου κόβουν κοτσάνια και φύλλα με τα χοντρά ψαλίδια τους, ανεβάζοντας τα μανίκια των δυσωδών πουλόβερ.
Τα μπουκέτα που ολοκληρώνουν τα πετούν σαν καθαρισμένα ψάρια σ’ έναν κουβά. Θα τα πουλήσουν έναντι απίστευτων ποσών (χωρίς απόδειξη). Σε μέρα χωρίς κηδεία, τα πουλάνε φτηνότερα. Αν και ποια μέρα δεν έχει κηδεία; Κοίταξα τον πατέρα μου και συλλογίστηκα ότι οι πατρογονικοί θρησκευτικοί ταγοί μας, οι κοανίμ, που απαγορεύεται να πλησιάζουν πτώματα, δεν θα τους έκαναν σεφτέ.
Συνεχίζοντας προς τις πύλες, βλέπουμε άλλον εμπορικό κλάδο, τις πλανόδιες που πωλούν αδιάβαστα κομποσκοίνια. Ο πατέρας μου μουρμουράει για τη βιομηχανία του θανάτου. Τα σούρνει και στις ανθοπώλισσες, και στις πλανόδιες, και στα νεκροταφεία, και σε κάποιους ιερείς, που περιμένουν απαιτητικά το tip λες και είμαστε τίποτα Αμερικάνοι.
Στη φετινή κηδεία, περπατώντας με τον άντρα μου από την εσχατιά όπου παρκάραμε προς το νεκροταφείο, είδα ένα από τα γύρω γραφεία κηδειών να έχει βγάλει στο πεζοδρόμιο ένα τεράστιο σταντ όπου αναγραφόταν με κραυγαλέα γράμματα: ΚΗΔΕΙΕΣ ΜΟΝΟ 900 ΕΥΡΩ.
Ο πατέρας μου και ο άντρας μου έχουν, προς έκπληξη κανενός ψυχαναλυτή, ένα κοινό: δεν σου δίνουν καμία ένδειξη για το αν πιστεύουν σε Θεό. Η περιφρόνηση προς την πρακτική της θρησκείας λέει όχι, η συνήθεια να μουρμουρούν ένα «ωχ, Παναγία μου» από κούραση λέει ναι. Αναρωτιέμαι αν ο ασματικός Θεός των χριστιανών ή ο χορευτικός Θεός των νιτσεϊκών τούς φαίνονται εξίσου φασαριόζοι· αν θα προτιμούσαν έναν Θεό που κάθεται στην ησυχία του.
Τι θα έλεγαν αν ήμαστε μποντισάτβας και αντί να επωφελούμαστε από χριστουγεννιάτικα πακέτα κηδειών ταΐζαμε τους νεκρούς μας σε σαρκοβόρα πουλιά; Ισως το προτιμούσαν, μέχρι να βρεθεί κάποιος να ασχοληθεί με την εκτροφή και την ενοικίαση όρνεων. Ο πατέρας μου το είχε πει εξάλλου ότι το πιο προσοδοφόρο επάγγελμα είναι του νεκροθάφτη: δεν μένεις ποτέ χωρίς δουλειά. Εχει δίκιο. Αν μας προκάλεσε δέος που ο θάνατος «had undone so many», πού να μετρούσαμε πόσες θέσεις εργασίας άνοιξε.
Πίσω στη φετινή κηδεία: ο Δεκέμβρης με τον Ερωτα χορεύουν και γελούνε λόγω κλιματικής αλλαγής και το νεκροταφείο επιστρέφει σε αισθητική Ηλυσίων. Παρακολουθώ το προσωπικό που ζουζουνίζει: άντρες μαυροντυμένοι περιμένουν να σηκώσουν το φέρετρο, ένας στα γκρι κάνει τον ομαδάρχη στο πλήθος, ένας καθαριστής με φωσφοριζέ γιλέκο κάθεται πίσω από τα στέφανα καπνίζοντας και περιμένοντας να πάει να σκουπίσει λουλούδια, χαρτομάντιλα, αποτσίγαρα. Θέλω κι εγώ να καπνίσω πίσω από τα στέφανα κι όπως τον βλέπω αισθάνομαι άσχημα που εισέβαλα στη μονιά του και κάνω πως γυρεύω τις γάτες.
Βλέπω μια με στραβά ισχία, που όμως δεν την πτοούν. Τρίβεται στα στέφανα και με περιφρονεί. Παρατηρώ γλιτσιασμένα πούπουλα κολλημένα στο τρίχωμά της. Οι αδέσποτες γάτες τρώνε περιστέρια. Αναρωτιέμαι αν θα είχαν τα κότσια να κυνηγήσουν και τα όρνεα των μποντισάτβας. Μπορεί. Ολα τα πλάσματα σ’ αυτόν τον κόσμο δεν ξέρουν άλλο από το να τα βγάζουν πέρα. Οι άνθρωποι, οι γάτες, ακόμα και τα δέντρα.
Στρέφομαι στα κυπαρίσσια. Τα κοιτάζω και λέω στον άντρα μου για κάτι που διάβασα, ότι τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω χυμών που ανταλλάσσουν με τις ρίζες τους. Προειδοποιούν το ένα το άλλο για κινδύνους, όπως τις πυρκαγιές ή τα τσεκούρια των ανθρώπων. «Και να το κάνουν», μου λέει, «τι τα ωφελεί, μήπως θα σηκωθούν να φύγουν;».
Και ξαφνικά λυπήθηκα τα κακόμοιρα τα δέντρα. Τουλάχιστον εμείς έχουμε την ικανότητα να επιθυμήσουμε έναν Θεό που ξέρει πότε να μας πάρει από δω. Ή που το κάνει με λιγότερη ειρωνεία, την οποία, σημειωτέον, ο Λόρκα εκλάμβανε ως εργαλείο των ψευτοποιητών. Γι’ αυτό δολοφονήθηκε κοντά Δεκαπενταύγουστο, σε ένα ημιέρημο χωριό σπαρμένο πευκοβελόνες και κόκαλα. Αραγε βρέθηκε κανείς να σκεπάσει τότε μ’ ένα σεντόνι την ξερή πορτοκαλιά;
Οι εργάτες της μελαγχολίας
Η νοσταλγία και η μελαγχολία διαφέρουν ριζικά: η νοσταλγία αντλεί ευχαρίστηση από το αρνητικό· αναβιώνεις το στερούμενο με τη μνήμη. Είναι ένας τρόπος να έχεις κάτι όταν δεν το έχεις. Εχει αντικείμενο. Η μελαγχολία όχι. Στη μελαγχολία δεν υφίστανται αρνητικό, αντίθεση, στέρηση. Δεν ξέρεις τι σε θλίβει. Αυτή έχει μόνο υποκείμενο: εσένα. Στις απεικονίσεις της (Μουνκ, Ντεγκά, Ντε Κίρικο, Μπέκλιν, Αγιετς, Πικάσο, Μπλέικ, Ρεντόν…) υπάρχει ένα μοναχικό πρόσωπο.
Ακόμα κι όταν υπάρχουν και άλλες μορφές (Ντίρερ, Μπλέικ…), το πρόσωπο κοιτάζει σ’ ένα κενό που τις υπερβαίνει επιδεικτικά. Η μελαγχολία είναι η νοσταλγία του εαυτού στο δυνάμει του. Γι’ αυτό ίσως όταν μελαγχολούμε δεν ξέρουμε τι μας ενοχλεί, τι μας λείπει. Είμαστε εμείς που μας ενοχλούμε, που μας λείπουμε, μια ανύποπτη απώλεια ή η άπιαστη προοπτική του εαυτού μας. Κάθε βασανισμένος από τη λαχτάρα του μεγαλείου είναι καλλιτέχνης: ένας εργάτης της μελαγχολίας.