Ενα σοβαρό ερώτημα που απασχολεί την πολιτική κοινότητα της χώρας, είναι προς τι αυτή η σπουδή που φαίνεται να δείχνει η κυβέρνηση εισάγοντας συνεχώς νομοσχέδια στη δημόσια συζήτηση. Και δη νομοσχέδια τα οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και για διαφορετικούς λόγους, προκαλούν ισχυρές αναταράξεις. Αν και τη σχετικά εύκολη απάντηση τη δίνει το παρελθόν, για έναν τακτικιστή όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι τόσο απλά.
Η εύκολη απάντηση, και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος επαΐων της πολιτικής για να τη δώσει, παραπέμπει σε μια βασική αρχή που ίσχυε έως τώρα και έλεγε ότι οι μεταρρυθμίσεις που προκαλούν ρήξεις, πρέπει να γίνονται τον πρώτο χρόνο μιας διακυβέρνησης, και ει δυνατόν το πρώτο εξάμηνο. Μετά την παρέλευση αυτού του διαστήματος, βαραίνει σημαντικά το πολιτικό κόστος, και όπως είναι γνωστό, το πολιτικό κόστος είναι μια σύγχρονη κατάρα για το πολιτικό σύστημα, την οποία κανείς έως τώρα δεν έχει ξορκίσει…
Είναι λοιπόν αυτή η αρχή που κατηύθυνε τον Πρωθυπουργό να ρίξει σχεδόν κατά ριπάς στην αρένα την «ελληνοποίηση» των παράτυπων μεταναστών, τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την επιστολική ψήφο κ.λπ. αδιαφορώντας για τις εκρήξεις που θα σημειώνονταν στο εσωτερικό του κόμματός του, στην εκλογική βάση του, αλλά και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία;
Η γνώμη μου είναι πως όχι. Ή για να είμαι πιο ακριβής, δεν είναι μόνο αυτό. Ούτε είναι και το κύριο. Αυτό που κάνει εδώ και μερικούς μήνες ο Πρωθυπουργός είναι να διαμορφώνει τις συνθήκες για την επόμενη εθνική εκλογική αναμέτρηση. Το σενάριο για 4+2+4 χρόνια που κυκλοφορούσε πριν από τις γιορτές εν είδει υποθέσεως εργασίας, και άσκησης επί χάρτου, τώρα μοιάζει να έρχεται πιο κοντά στην επαλήθευση, καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ο σχεδιασμός του είναι για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών περίπου του χρόνου, τέτοια εποχή.
Εκλογές που προσβλέπει φυσικά να κερδίσει με νέα άνετη πλειοψηφία, δεδομένης και της εικόνας που εξακολουθητικά παρουσιάζουν το δεύτερο και το τρίτο κόμμα της Βουλής. Εκλογές στο 18μηνο, με λίστα, ουσιαστικά σημαίνουν ότι όσοι έκαναν το λάθος να εκτεθούν έως σήμερα στα λεγόμενα «μεταρρυθμιστικά» ανοίγματα της κυβέρνησης, προβάλλοντας την άρνησή τους, εκκαθαρίζονται, χωρίς δεύτερη συζήτηση. Μένουν εκτός Βουλής, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης. Αυτό εξασφαλίζει στον κ. Μητσοτάκη μια ηγεμονία ως το 2029, οπότε άνετα να επιχειρήσει τότε αυτό που δεν μπορεί να διεκδικήσει σήμερα: μία από τις κορυφαίες θέσεις της Κομισιόν.
Γιατί αποκλείεται τώρα, το προσεχές καλοκαίρι, να διεκδικήσει μία από τις θέσεις αυτές; Διότι, η εικόνα του στην Ευρώπη, είναι κοινό μυστικό, έχει γκριζάρει από σημαντικά γεγονότα που άπτονται του Κράτους Δικαίου, όπως οι υποκλοπές, οι παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ακόμη και στο Μεταναστευτικό, ειδικά μετά την τραγωδία της Πύλου. Αρκετοί θεωρούν ότι το κύμα των μεταρρυθμίσεων, μάλιστα μία συγκεκριμένη, αυτή για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών που έχει φέρει στα όριά του το ⅓ της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ, γίνεται για να διορθωθεί κάπως η εικόνα της χώρας και του Πρωθυπουργού στην Ευρώπη.
Νομίζω ότι αυτό θα είχε μια βάση, εάν επρόκειτο για κάποιου είδους ρηξικέλευθη πρωτοβουλία, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά όταν οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου το έχουν θεσμοθετήσει, η απήχηση είναι μάλλον επουσιώδης. Και πάντως δεν βελτιώνει την κατάσταση. Αντίθετα βρισκω πιο σημαντική τη θεωρία του 4+2+4, ως πιο λογική εξήγηση. Οχι μόνο γιατί ταιριάζει στο προφίλ του Πρωθυπουργού ως κορυφαίου χειριστή τέτοιων μεθοδεύσεων, αλλά και γιατί απαντά πραγματικά στη φιλοδοξία του να επιτύχει κάτι που δεν έχει καταφέρει άλλος έλληνας πρωθυπουργός. Τρίτη εκλογή στη σειρά, και εν συνεχεία ως επιστέγασμα υψηλό ευρωπαϊκό αξίωμα. Τέλεια! Αρκεί, η υποβόσκουσα απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας για την κυβέρνηση να μην εκφραστεί στις κάλπες των ευρωεκλογών. Γιατί τότε όλοι οι σχεδιασμοί θα τεθούν σε καθεστώς αμφισβήτησης…