Στο αξίωμα που λέει πως δεν πρέπει να αφήνεις ποτέ την πραγματικότητα να σου χαλάει μια ωραία ιστορία τίποτε δεν ταιριάζει περισσότερο από την αλλαγή του χρόνου. Ολα θα αλλάξουν, τα πάντα θα γίνουν καλύτερα. Σε αυτή τη συλλογική ψευδαίσθηση, όπου αφθονεί η ελπίδα και μοιράζεται απλόχερα η προσδοκία ενός ανέφελου μέλλοντος, χτίζεται ένας παντοδύναμος βολονταρισμός. Τουλάχιστον σήμερα, έστω και για μια ημέρα, το «νέο έτος» δεν μπορεί παρά να είναι «αίσιον και ευτυχές». Ετσι θα είναι, αν έτσι το θέλουμε.
Θα πρέπει να περάσει το χανγκόβερ των γιορτών, μαζί με την κομψή και ταπεινή τους μελαγχολία, για να γειωθούμε με την πραγματικότητα. Ή μάλλον με τη θεμελιώδη αντίφαση της ύπαρξης πως ενώ το είδος μας εξακολουθεί να κινεί τα νήματα της ιστορίας του, την ίδια ώρα πλέει σε ένα πέλαγος αβεβαιότητας. Συμβαίνει επειδή στο είδος μας ο καθένας κινεί τα νήματα της ιστορίας συχνά για τον εαυτό του και οπωσδήποτε στο μέτρο της δύναμής του. Αλλά, κοινώς, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει στον καινούργιο κόσμο που ανατέλλει. Ενας πόλεμος, ακόμη κι αν φαίνονταν οι πόλεμοι εντελώς ασύμβατοι με τον 21ο αιώνα; Κάποια πρόδρομα σημάδια, πέρα από τα μοντέλα πρόβλεψης, που θα ενισχύσουν την απειλή της κλιματικής κατάρρευσης; Ή τίποτε μηχανές που θα δικαιώσουν, από την ημέρα της δημιουργίας τους σχεδόν, τους προφήτες της λογοτεχνίας του φανταστικού;
Αν αυτές οι θεματικές, μαζί με τις πιο κλασικές όπως η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και το φάντασμα του λαϊκισμού που πλανιέται πάνω από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, χωρούν στα εξίσου κλασικά αφιερώματα για τις «προκλήσεις του μέλλοντος», τότε το μέλλον είναι ήδη εδώ. Και αν το μέλλον είναι ήδη εδώ, τότε οι «προκλήσεις» του δεν συμποσούνται παρά σε μια πρόκληση και ένα στοίχημα συμβίωσης. Κάτι, δηλαδή, που εντείνει το αίσθημα της αβεβαιότητας και κάνει τον καθένα από εμάς να αναζητεί περισσότερη ασφάλεια.
Τίποτε καινούργιο. Η αναζήτηση ενός ασφαλούς μέρους σε έναν αβέβαιο κόσμο είναι σχεδόν ταυτισμένη με την περιπέτεια της ανθρωπότητας. Κατακτά την ασφάλεια στα πιο ταραγμένα του μέρη όποιος μπορεί να μετακινηθεί. Ενώ κερδίζει στις πιο προστατευμένες περιοχές του όποιος πείθει πως μπορεί να την εγγυηθεί. Κάπως έτσι μετατρέπεται η Ευρώπη «σε φρούριο», σύμφωνα με μια διατύπωση που δεν βλέπει στα φρούρια τίποτε καλό. Αλλά και κάπως έτσι επενδύουν οι λαϊκιστές της στην πλάνη πως αρκεί για να περιχαρακωθείς για να ευημερήσεις, παρότι καμία περιχαράκωση δεν σε προστατεύει από την εργασιακή επισφάλεια, την οικονομική ανισότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ενδοοικογενειακή βία ή το τέρας της διπλανής πόρτας.
Γίνεται σαφές εάν αναλογιστεί κανείς ότι, πέρα από «ευτυχές» όταν ήταν ακόμη νέο, το 2023 αποδείχθηκε στην πορεία της ενηλικίωσής του και ακριβό και ανασφαλές. Η ακρίβεια με όλα της τα βάρη και το διαβρωτικό συναίσθημα της ανασφάλειας απασχόλησαν την ελληνική γνώμη σε κάθε αποτύπωση των διαθέσεών της. Σε κάθε μέτρηση οι Ελληνες κατέθεσαν την αγωνία τους για το μέλλον και μοιράστηκαν την αίσθηση πως τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά. Σχεδόν οι μισοί νιώθουν πως βρίσκονται «έξω από το κάστρο» – το «κάστρο», όχι το «φρούριο».
Η ελπίδα πως η χρονιά που έρχεται θα είναι καλύτερη από εκείνη που φεύγει αποκτά έτσι ένα πραγματικό νόημα. Η προσδοκία έχει τη σημασία της, πέρα από τη θέση της σε μια ανθρώπινη επινόηση, όπως είναι η «αλλαγή του χρόνου». Το ξέρουμε εξάλλου πολύ καλά πια πως οι συλλογικές ψευδαισθήσεις είναι λυτρωτικές, αρκεί να μη διαρκούν πολύ. Πως φτάνει να λάμπουν όσο ένα πρωτοχρονιάτικο πυροτέχνημα στην υποδοχή του 2024.