Στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, ο εκλογικός νόμος καθορίζει καταρχήν την τεχνική μετατροπή των ψήφων σε έδρες, αλλά θέτει και το συνολικό κανονιστικό πλαίσιο του εκλογικού ανταγωνισμού. Ετσι, σε αρκετές ευρωπαϊκές κυρίως χώρες με μακρά κοινοβουλευτική παράδοση και αναλογικό κατά βάση εκλογικό σύστημα, η γενική μορφή του τελευταίου καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, ώστε να διατηρεί μια σχετική σταθερότητα και ταυτόχρονα να κατοχυρώνεται η διαφύλαξη της ισοδυναμίας της ψήφου.
Στην Ελλάδα, αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπήρξε ποτέ, λόγω της ιστορικά μη συναινετικής (ή πρόσκαιρης) απήχησης του αναλογικού συστήματος, με μοναδική εξαίρεση το βραχύβιο «Σύνταγμα» του 1926 (αρ. 35, «επί τη βάσει των αρχών της αναλογικής αντιπροσωπείας») της δικτατορίας Παγκάλου, το οποίο αντικαταστάθηκε έναν χρόνο αργότερα και η σχετική αναφορά απαλείφθηκε. Εκτοτε εγκαινιάστηκε μια παράδοση συνεχών αλλαγών του εκλογικού συστήματος μέχρι το 1990, στην οποία τυπικά έθεσε τέρμα η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, συμπεριλαμβάνοντας την απαίτηση της αυξημένης πλειοψηφίας 2/3 (200 βουλευτών) για την εφαρμογή κάθε νέου εκλογικού νόμου στις αμέσως επόμενες εκλογές (αρ. 54, παρ. 1).
Παρ’ όλα αυτά, ανοιχτό παρέμενε το ερώτημα κατά πόσο το εκλογικό σύστημα είναι πάντα συμβατό με άλλες γενικότερες προδιαγραφές του Συντάγματος. Για παράδειγμα μετά το 2004, η εισαγωγή του μπόνους πλειοψηφίας για το πρώτο κόμμα και η απολύτως αναλογική κατανομή των εδρών στα υπόλοιπα κόμματα, με την παράλληλη διατήρηση του ορίου του 3%, δημιούργησε όρους αντιπροσώπευσης τριών ταχυτήτων, που έθεταν εν αμφιβόλω την ισοδυναμία της ψήφου, ενώ ταυτόχρονα καθιστούσαν το πρώτο κόμμα αποκλειστικό κυρίαρχο των πολιτικών πρωτοβουλιών, ακόμα και σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας. Στοιχείο που ακύρωνε στην πράξη τη συνταγματική πρόβλεψη των τριών διερευνητικών εντολών (αρ. 37), με τη δεύτερη και την τρίτη να καθίστανται σχεδόν διακοσμητικές (Μάιος 2012). Από την άλλη πλευρά ωστόσο, ο μηχανισμός του μπόνους διευκόλυνε σημαντικά τη δημιουργία κυβερνήσεων συνεργασίας την περίοδο της κρίσης 2012-2019.
Η σχετική αυτή σταθεροποίηση, έλαβε τέλος με τις επόμενες δύο εκλογικές μεταρρυθμίσεις, δηλαδή την υιοθέτηση της αναλογικής από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2016 και την επαναφορά του μπόνους από τη ΝΔ το 2020, οι οποίες όμως δεν συγκέντρωσαν την απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3. Αποτέλεσμα ήταν και οι δύο αλλαγές να μετατεθούν για τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, σχεδόν προδικάζοντας τις διπλές εκλογές και προσδίδοντας στην αναλογική χαρακτήρα μεταβατικού (άγονου) συστήματος «μίας χρήσης».
Κατά αυτόν τον τρόπο, η πρόσφατη εμπειρία του 2023 έφερε στην επιφάνεια μια άλλη προβληματική συνθήκη, αυτήν της εναλλάξ εφαρμογής δύο εντελώς διαφορετικών εκλογικών συστημάτων σε διαδοχικά επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (για πρώτη φορά μετά το 1933), η οποία είναι δυνατό να αλλοιώσει πλήρως τους όρους του εκλογικού ανταγωνισμού, αλλά εγείρει και ερωτήματα κατά πόσο είναι συμβατή με το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη του 2001. Δεδομένου ότι το ακριβές εκλογικό σύστημα της δεύτερης αναμέτρησης, μπορεί θεωρητικά να καθοριστεί λίγο πριν τη διεξαγωγή της πρώτης. Θα μπορούσε, δηλαδή, για παράδειγμα η ΝΔ να ψήφιζε τον νόμο του κλιμακωτού μπόνους τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 2023, ώστε αυτός να εφαρμοστεί μόλις δύο ή τρεις μήνες αργότερα.
Μια πρόταση εν προκειμένω θα ήταν η συμπληρωματική πρόβλεψη όταν οι επόμενες εκλογές διεξάγονται εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος από τις προηγούμενες (π.χ. 18 μήνες), το εκλογικό σύστημα να παραμένει αμετάβλητο ή ο νέος νόμος να εφαρμόζεται μόνο μετά την παρέλευση μιας πλήρους τετραετίας από την ψήφισή του (εκτός αν έχει συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3). Η συζήτηση άλλωστε παραμένει επίκαιρη, δεδομένου ότι ανάλογος σχεδιασμός (διπλών εκλογών – διπλού συστήματος) μπορεί να υλοποιηθεί στην αμέσως επόμενη εκλογική μάχη, την προγραμματισμένη για το 2027.
Ο κύριος Παναγιώτης Κουστένης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης.