Οταν φοβούνται οι Γερμανοί, η μνήμη που ξυπνάει στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι ιστορική. Το φάντασμα που πλανιέται πάνω από τη χώρα είναι εκείνο της Βαϊμάρης και μιας δημοκρατίας που θα μπορούσε να καταρρεύσει από την έφοδο των άκρων. Οι Γάλλοι όμως δεν διαθέτουν τέτοιες μνήμες. Οι δικοί τους φόβοι θρέφονται από τις εμπειρίες των άλλων.
Ποιων άλλων; Το φάντασμα που πλανιέται πάνω από τη δική τους χώρα είναι ελληνικό. Η Γαλλία του Σαρκοζί φοβόταν πως το Παρίσι θα μπορούσε να καεί, όπως κάηκε η Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008. Πως ένα τραγικό όσο και απρόβλεπτο γεγονός στα «μπανλιέ» θα αρκούσε να φουσκώσει ένα κύμα οργής που θα έφτανε έως το Μέγαρο των Ηλυσίων. Αλλά και η Γαλλία του Μακρόν, σήμερα, θρέφει τους δικούς της φόβους από την ελληνική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ξεφεύγει, ο δανεισμός γίνεται πιο ακριβός – ή «πιο ελληνικός». Το πολιτικό τοπίο ρευστοποιείται, μια «αριστεροδεξιά συμμαχία» πιέζει το Κέντρο. Αυτές οι μνήμες είναι πολύ νωπές για να μην κάνουν πολλούς – εντός και εκτός γαλλικών συνόρων- να θέσουν ένα ερώτημα: «Είναι η Γαλλία η νέα Ελλάδα;».
Μια καθησυχαστική απάντηση θα ήταν αυτή που δόθηκε για έναν άλλον μεσογειακό κρίκο της ευρωζώνης. Για την Ιταλία, η οποία επίσης υπέφερε εκείνα τα χρόνια από την άνοδο των spreads και ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, ειπώθηκε πως είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει – «too big to fail». Αν το ακρωνύμιο «TBTF» ταιριάζει περισσότερο από το πένθος στην περίπτωση της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης, δεν μπορεί παρά να ταιριάζει και σε εκείνη της δεύτερης.
Εως ότου επιβεβαιωθεί αυτή η πρόβλεψη ως κανόνας της ευρωζώνης και όχι ως εξαίρεση στον κανόνα, αξίζει να σταθεί κανείς σε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πως οι κρίσεις στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, συμποσούνται σε μια κρίση στον γαλλογερμανικό άξονα, δηλαδή στη θεμελιώδη συγκολλητική ουσία της ενωμένης Ευρώπης. Και το δεύτερο, πως απαλλαγμένη από τα τεμπέλικα στερεότυπα της προηγούμενης εμπειρίας, η υποτιθέμενα εργασιομανής Γερμανία επανεξετάζει το καταστατικό της δόγμα. Η τυφλή αφοσίωση στη δημοσιονομική πειθαρχία υποχωρεί απέναντι στη θέση, έτσι όπως την εξέφρασε και ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ, πως πρέπει να χαλαρώσει το «φρένο χρέους», δηλαδή η υποχρέωση για την κεντρική κυβέρνηση να μη δανείζεται περισσότερο από το 0,35% του ΑΕΠ. Αυτή δεν είναι η εποχή των παχιών αγελάδων και του φτηνού ρωσικού αερίου, η γερμανική οικονομία διψά τώρα για δημοσιονομικό χώρο.
Το βασικό ερώτημα για την ελληνική οικονομία δεν είναι εάν θα απολαύσει, όσο μεγάλος και εάν είναι ο πειρασμός, το πιάτο της εκδίκησης. Αλλά εάν σε αυτό το ασταθές περιβάλλον θα μπορέσει να διατηρήσει ανέπαφες όλες τις παραμέτρους της σταθερότητας. Το αποτέλεσμα δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τη φροντίδα της κυβέρνησης, η φθορά της οποίας επιταχύνεται ή επιβραδύνεται σε έναν πάντως νεκρό εκλογικά χρόνο. Θα κριθεί και από τη συνολική συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος.
Πρακτικά και σε αυτή τη φάση, θα κριθεί από το εάν η εκλογή στην Προεδρία της Δημοκρατίας θα εκτροχιαστεί από τις ράγες της θεσμικής υπευθυνότητας για να εξελιχθεί σε ένα ακαλαίσθητο παιχνίδι με τους θεσμούς. Σε αυτή την κατεύθυνση οδηγεί η σύνδεση της εκλογής με το κατά πρωθυπουργική παραδοχή «σκάνδαλο των υποκλοπών» και η αντίληψη πως μια υπόθεση του κράτους δικαίου μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για το ανώτατο αξίωμα της χώρας. Είναι η κατεύθυνση του πιάτου της εκδίκησης. Η αντίθετη είναι εκείνη της θεσμικής μνήμης.