Λίγες ώρες πριν από το debate των υποψηφίων για την ηγεσία του ΠαΣοΚ, όλα δείχνουν ότι πλην συγκλονιστικού απροόπτου το έως σήμερα 3ο κόμμα της Βουλής, οδηγείται στη διαδικασία μέσα σε ένα κλίμα το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σχεδόν παντελή έλλειψη εσωκομματικών διενέξεων, ίντριγκας και πισώπλατων μαχαιρωμάτων. Η σύγκριση με την αντίστοιχη διαδικασία που έχει ξεκινήσει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική. Η κοινωνία διαπιστώνει ότι το ένα κόμμα οδηγείται συντεταγμένα στις εκλογές, ενώ στο άλλο η διαδικασία μετεξελίσσεται σε φαρσοκωμωδία με κακό σενάριο και ακόμη χειρότερους πρωταγωνιστές.
Αν οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν, όπως λέγεται, την εικόνα της στιγμής, με το ΠαΣοΚ συμβαίνει το πρωτόγνωρο: το κόμμα, παρότι βρίσκεται στην κορύφωση της προεδρικής εκλογικής αναμέτρησης, αντί να χάνει λόγω της αναπόφευκτης εσωστρέφειας, κερδίζει συνεχώς πόντους. Βρίσκεται ήδη σαφώς ψηλότερα από το προ τριμήνου εκλογικό ποσοστό που κατέκτησε στις ευρωεκλογές, έχει περάσει στη δεύτερη θέση και όλα δείχνουν ότι αυτή η ανοδική τάση όχι μόνο δεν ανακόπτεται από την εκλογική διαδικασία, αλλά αντιθέτως δημιουργεί την αίσθηση πως ανεξάρτητα του ποιος θα κερδίσει στην κούρσα της προεδρικής εκλογής, το ΠαΣοΚ θα συνεχίσει να επεκτείνει την επιρροή του.
Πρόκειται για φαινόμενο; Οχι ακριβώς. Πρόκειται για την αποτύπωση μιας διαγραφόμενης αλλαγής στο εκλογικό σώμα, το οποίο φαίνεται να στρέφεται αργά επί του παρόντος προς το ΠαΣοΚ ως τη μόνη εναλλακτική πρόταση εξουσίας, απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, μετά τα διαλυτικά σημεία που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μοιάζει νομοτελειακή η εξέλιξη αυτή, αλλά προφανώς δεν πρέπει να παγιδεύσει τους υποψηφίους για την ηγεσία του κόμματος σε λαθεμένες εκτιμήσεις, όπως λ.χ. ότι οι διαγραφόμενες μετακινήσεις οφείλονται στην προσωπική αίγλη κάποιου εκ των έξι που αναμετρούνται στις 6 Οκτωβρίου.
Επειδή αυτά τα τμήματα του εκλογικού σώματος είναι εκείνα τα οποία εγκατέλειψαν το ΠαΣοΚ, όταν πλήρωσε δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό κόστος για τη διάσωση της χώρας, ο επαναπατρισμός τους από την «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει μεν αναπόφευκτος, δεν είναι όμως και χωρίς κινδύνους. Γιατί με την ίδια ευκολία που αποχώρησαν, με ανάλογη ευκολία ενδέχεται να αποχωρήσουν εκ νέου, αν διαπιστωθεί ότι το ΠαΣοΚ που ουσιαστικά τώρα ανασυγκροτείται, πάρει λάθος δρόμο.
Για παράδειγμα, ο νέος κύκλος συζητήσεων που έχει ανοίξει στο περιθώριο της προεδρικής εκλογής, εδράζεται στο γεγονός ότι η απομείωση των κυβερνητικών δυνάμεων, όπως καταγράφηκε στις ευρωεκλογές, αποκλείεται να δώσει μία νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη μετά τις προσεχείς εθνικές εκλογές, όποτε και αν αυτές πραγματοποιηθούν.
Πρόκειται για την αποτύπωση μιας διαγραφόμενης αλλαγής στο εκλογικό σώμα, το οποίο φαίνεται να στρέφεται αργά επί του παρόντος προς το ΠαΣοΚ ως τη μόνη εναλλακτική πρόταση εξουσίας, απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.
Θα μπορούσε το ΠαΣοΚ να αποτελέσει τον κυβερνητικό εταίρο της Νέας Δημοκρατίας, έστω κάτω από προϋποθέσεις; Το ερώτημα δεν είναι τεχνικό. Αφορά την ανακύκλωση μιας συζήτησης με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπος ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης, αμέσως μετά την εκλογή του στην ηγεσία του ΠαΣοΚ, το 2021. Του πήρε μερικούς μήνες να ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο ποτέ το ΠαΣοΚ να στηρίξει καμία κυβέρνηση – είτε με τη Νέα Δημοκρατία είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Αλ. Τσίπρα. Ευτυχώς για το κόμμα και τον πρόεδρό του, το ερώτημα αποδείχθηκε άνευ περιεχομένου – το 41% που έλαβε ο κ. Κ. Μητσοτάκης στις εκλογές του 2023, δεν έθεσε κανένα δίλημμα για τον κ. Ανδρουλάκη.
Τώρα επανέρχεται, από την πίσω πόρτα: ποιος εξ όλων των υποψηφίων που συγκρούονται για το προεδρικό αξίωμα θα μπορούσε να αποτελέσει εν δυνάμει εταίρο της Νέας Δημοκρατίας του κ. Μητσοτάκη; Θα αποφύγω την οποιαδήποτε αναφορά σε πρόσωπα. Υπάρχουν χαρακτηριστικά, και πολιτικές αναφορές, σε ορισμένους από τους διεκδικητές που απαντούν αρνητικά χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους, σε μια τέτοια προοπτική. Και υπάρχουν αντιστοίχως σε άλλους υποψηφίους, που η απάντηση είναι καταφατική.
Νομίζω ότι οι ψηφοφόροι που θα προσέλθουν στις κάλπες τα γνωρίζουν και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση. Αλλά ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει ότι το ερώτημα υφίσταται είναι υπαρκτό και απαιτεί απαντήσεις. Η γνώμη μου είναι ότι θα απασχολήσει ένα τμήμα της μεθαυριανής αντιπαράθεσης μεταξύ των 6 υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα.
Οι πολίτες που θα προσέλθουν στις κάλπες εκτός από το πρόσωπο που θα επιλέξουν ως νέο/α πρόεδρο του ΠαΣοΚ, επί της ουσίας θα επιλέξουν και την πολιτική στάση του κόμματος στις μελλοντικές εξελίξεις.
Και δεν απασχολεί μόνον αυτούς, απασχολεί και το Μέγαρο Μαξίμου. Αποτελεί κοινό μυστικό πως παρότι δεν ομολογείται δημοσίως, το Μέγαρο Μαξίμου έχει στραμμένη την προσοχή του στα όσα εξελίσσονται στο ΠαΣοΚ, και δικαίως. Οι μαζικές αποχωρήσεις οπαδών του, το 2010-2012, δεν είχαν κατεύθυνση μόνο προς τα αριστερά, αλλά και προς τα δεξιά. Η ευφυής κίνηση του κ. Μητσοτάκη να εντάξει στο δυναμικό της κυβέρνησής του αρκετά επώνυμα στελέχη του μεταπαπανδρεϊκού (Γιώργου) ΠαΣοΚ, προσέλκυσε κρίσιμες μάζες ψηφοφόρων που κινούνται στον χώρο του φιλελεύθερου Κέντρου. Ενας υποψήφιος με αυτά ή παρόμοια χαρακτηριστικά, μπορεί να τους προσελκύσει και πάλι στο ΠαΣοΚ, και από την άλλη να αποτελέσει έναν δυνητικά σύμμαχο του κ. Μητσοτάκη, εάν και εφόσον κριθεί σε βάρος του το θέμα της αυτοδυναμίας.
Είναι φανερό λοιπόν, από όσα εκτέθηκαν προηγουμένως, ότι στις εκλογές της 6ης Οκτωβρίου οι πολίτες που θα προσέλθουν στις κάλπες εκτός από το πρόσωπο που θα επιλέξουν ως νέο/α πρόεδρο του ΠαΣοΚ, επί της ουσίας θα επιλέξουν και την πολιτική στάση του κόμματος στις μελλοντικές εξελίξεις. Που μπορεί να είναι και συντομότερα από το 2027, όπου τοποθετεί τις προσεχείς εθνικές εκλογές ο κ. Μητσοτάκης.
Η διττή σημασία αυτής της εκλογής, και ειδικά του δεύτερου σκέλους της, σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον της πολιτικής τάξης της χώρας, περισσότερο ίσως και από το πρόσωπο που τελικά θα επικρατήσει στην αναμέτρηση. Και αναμφίβολα της δίνει πανελλήνιο χαρακτήρα. Με το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται, το αν θα επηρεάσει και πόσο την προσέλευση στις κάλπες. Οπου εδώ, το παρεμπίπτον ζητούμενο είναι κατά πόσον άλλο κόμμα, και εν προκειμένω η Νέα Δημοκρατία, μπορεί με τη σειρά του να επηρεάσει την εκλογή, ανάλογα με το τι το συμφέρει. Ακούγεται ενδεχομένως ως θεωρία συνωμοσίας, αλλά ίσως δεν θα έπρεπε: τις τελευταίες ημέρες διακινούνται σενάρια, σύμφωνα με τα οποία το ενδιαφέρον του Μεγάρου Μαξίμου είναι τόσο έντονο για το ποιος/α θα αναδειχθεί πρόεδρος του ΠαΣοΚ, ώστε επιχειρούνται μεσολαβητικές παρασκηνιακές κινήσεις για την αλληλοστήριξη υποψηφίων στον δεύτερο γύρο…
Τα στοιχεία
- 6 εσωκομματικές κάλπες έχουν στηθεί στο ΠαΣοΚ (2004, 2007, 2012, 2015, 2017, 2021)
- 6 πρόεδροι έχουν κρατήσει τα ηνία του (Ανδρέας Παπανδρέου Κώστας Σημίτης Γιώργος Παπανδρέου Ευάγγελος Βενιζέλος Φώφη Γεννηματα Νίκος Ανδρουλάκης)
- 3 είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας που έχει συμμετάσχει (Οικουμενική κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα, κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά – Ευ. Βενιζέλου)