Υπάρχουν ενδεχομένως αρκετοί λόγοι για να αποτρέπεται η συγκρότηση ενός αντίπαλου στη ΝΔ προοδευτικού πόλου ικανού να διεκδικήσει με επιτυχία τη διακυβέρνηση της χώρας. Καθώς δεν θητεύω σε περιβάλλοντα θεωριών συνωμοσίας, θεωρώ ότι οι πιο σημαντικοί από αυτούς τους λόγους έχουν να κάνουν με τον παρελθόντα και όχι με τον παρόντα χρόνο ή καλύτερα με τη χρήση του παρελθόντος από το παρόν.

Υπάρχουν πολιτικά στελέχη της Αριστεράς αλλά και αριστεροί/ές πολίτες που θυμούνται τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής εμπειρίας επί ΠαΣοΚ, την εκτεταμένη διαφθορά των στελεχών της, την ευθύνη του για τη χρεοκοπία της χώρας, τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠαΣοΚ επί πρωθυπουργίας Σαμαρά ή ακόμα και την εθνικολαϊκιστική στάση του ΠαΣοΚ απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Υπάρχουν από την άλλη στελέχη και πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά στον χώρο της κεντροαριστεράς που δεν μπορούν να υπερβούν την ανετοιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει τη χώρα το 2014 ή και την ανευθυνότητά του, το δημοψήφισμα, το κλείσιμο των τραπεζών και βασικές πολιτικές επιλογές όπως ήταν η συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη δεξιά του Καμμένου.

Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση όπως και σε πολλές άλλες, η πολιτική μνήμη, απαραίτητη για τη λειτουργία της κοινωνίας και του κράτους, είναι ακραία επιλεκτική. Θυμόμαστε αυτά που θέλουμε να θυμόμαστε και ξεχνάμε όσα θέλουμε να ξεχάσουμε. Ξεχνάμε για παράδειγμα πόσο άλλαξε η χώρα από το 1981 και μετά και πόσο οι αλλαγές που θεσμοθέτησε το ΠαΣοΚ – στην παιδεία, στην υγεία, στο κοινωνικό κράτος, στα δικαιώματα – μετατόπισαν συνολικά το πολιτικό σύστημα σε προοδευτική κατεύθυνση. Ξεχνάμε επίσης πόσο αναγκαία ήταν η κυβερνητική αλλαγή του 2015 για να περάσει η χώρα από τις συμπληγάδες των μνημονίων και να οδηγηθεί στην έξοδο αφήνοντας ταυτόχρονα ένα πρωτοφανές για συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης πλεόνασμα.

Θα μπορούσαν και αλλιώς; Και καλύτερα; Φυσικά και θα μπορούσαν. Δεν μπόρεσαν ωστόσο και γι’ αυτό είναι πολύτιμες οι αποτιμήσεις για να μπορούν τα λάθη να διορθώνονται, τα κενά να συμπληρώνονται και οι πολιτικές να βελτιώνονται. Και η αλήθεια είναι ότι τα πολιτικά κόμματα συμπεριλαμβανομένων των κεντροαριστερών αποφεύγουν τις αναδρομές και τις αξιολογήσεις. Δεν μαθαίνουν δηλαδή και αυτά όπως και εμείς πολύ συχνά από τα λάθη μας.

Να μη γελιόμαστε. Είναι η πολιτική μας άποψη για τη σύμπραξη των προοδευτικών δυνάμεων της κεντροαριστεράς που μας κάνει να πριμοδοτούμε εκείνες τις αρνητικές πλευρές του πολιτικού παρελθόντος χρόνου που τη δυσκολεύουν. Ας αφήσουμε λοιπόν το παρελθόν να καταλαγιάσει και να απελευθερώσει το παρόν για τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Και οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι παρόλο που η υπόθεση της σύμπλευσης της κεντροαριστεράς έχει και αυτή προβληματικό παρελθόν, το παρόν την ξαναφέρνει στο προσκήνιο με νέους όρους. Οι ευρωπαϊκές αλλά και οι εθνικές εξελίξεις έδειξαν ότι ο πολιτικός χρόνος εξαντλείται. Στην Ελλάδα, κινδυνεύουμε η πολιτική πίεση στον Μητσοτάκη και στη ΝΔ – για να μην πω η αντιπολίτευση – να είναι ο Βελόπουλος και ΣΙΑ.

Το εγχείρημα πιστεύω ότι έχει την υποστήριξη των προοδευτικών πολιτών. Οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων που εκ των πραγμάτων οφείλουν να ηγηθούν της προσπάθειας, εμφανίζονται όμως ανώριμες. Επικαλούνται την κοινωνία. Να πάρει, λένε, η κοινωνία στα χέρια της την υπόθεση. Ή ισχυρίζονται ότι ο δικός τους μοναχικός κομματικός δρόμος μπορεί να φέρει την ανατροπή της δεξιάς και την αποκατάσταση του κράτους δικαίου. Ελπίζω να μην εννοείται εδώ ο προσωπικός τους δρόμος. Οποιος όμως και αν εννοείται δεν υπάρχει πλέον χρόνος. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έδειξαν ότι κανένα από τα κόμματα της κεντροαριστεράς δεν καρπώθηκε τίποτα από το ένα εκατομμύριο ψήφους που έχασε η ΝΔ. Οι πολίτες οδηγούνται όλο και περισσότερο στην αποχή ή στην ακροδεξιά. Διότι δεν βλέπουν εναλλακτική λύση. Αυτή την εναλλακτική λύση οφείλουν να προσφέρουν τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα.

Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ιστορικός, ΑΠΘ.