Η ομιλία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στο Βελλίδειο συνεδριακό κέντρο της Θεσσαλονίκης, με την οποία εγκαινιάστηκε η ΔΕΘ, αποτελεί την ουσιαστική έναρξη της νέας πολιτικής περιόδου, η οποία μόνο ανέφελη δεν προβλέπεται για την κυβέρνηση. Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς μαντικές ικανότητες για να καταλήξει σε αυτή την εκτίμηση. Ολα τα δεδομένα προς τα εκεί συντείνουν.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που διανύει ήδη τον 6ο χρόνο στην εξουσία, καλείται (και προκαλείται) να ξεφύγει από τη μοίρα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων που επιβραβεύτηκαν από το εκλογικό σώμα με ανανέωση της πρώτης θητείας τους.

Καλείται δηλαδή να διαψεύσει ότι η αναπόφευκτη φθορά που δημιουργείται από τις τριβές της καθημερινότητας στη διακυβέρνηση της χώρας δεν την πλήττει. Ή δεν την πλήττει τόσο ώστε να καταφύγει σε απονενοημένα διαβήματα, όπως ας πούμε μια «στοχευμένη» αλλαγή του εκλογικού νόμου ή μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, με στόχο την ανακοπή της πορείας προς τα κάτω.

Παρά τις ανάσες που της δίνουν οι δημοσκοπικές μετρήσεις, οι οποίες διαβεβαιώνουν πως η κυβερνητική δημοφιλία και απήχηση κινείται στα όρια του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών, είναι φανερό ότι αυτά μικρή σημασία έχουν συγκρινόμενα με την πραγματικότητα. Περισσότερο δημιουργούν ένα κλίμα αισιοδοξίας μεταξύ των στελεχών του κυβερνητικού σχήματος παρά μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη.

Μια κοινή γνώμη η οποία μένει να απορεί πώς και δεν εμφανίζει απώλειες η κυβέρνηση σε μετρήσεις που ακολούθησαν ένα ακόμη καλοκαίρι καταστροφικών πυρκαγιών, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η πυρκαγιά των αρχών Αυγούστου στην Αττική, που εισέβαλε απειλητικά ακόμη και στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας. Είναι και αυτό προφανώς από τα ανεξερεύνητα μυστήρια της περιόδου που διανύουμε. Και παράλληλα αποδεικτικό ότι η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης εξακολουθεί να βαδίζει στα χνάρια των προηγούμενων ετών, στρατηγική αρκετά επιτυχημένη, αν αναλογιστεί κάποιος όσα έχουν μεσολαβήσει έως τώρα, και τα οποία το καθένα από μόνο του θα μπορούσε να προκαλέσει βαριά πολιτική και κοινωνική κρίση, ακόμη και την πτώση μιας κυβέρνησης.

Τα πράγματα πάντως δεν είναι ρόδινα και τίποτε δεν μπορεί να τα ωραιοποιήσει. Τα μεγάλα ζητήματα που άνοιξαν στην πρώτη φάση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη παραμένουν ανοιχτά, και στην περίπτωσή τους ο χρόνος αποδείχτηκε ανίκανος να τα θεραπεύσει. Τα Τέμπη εξακολουθούν να αποτελούν μια χέουσα πληγή, οι υποκλοπές (παρά τη φιλότιμη προσπάθεια της Δικαιοσύνης) επίσης, η ακρίβεια βρίσκεται τοποθετημένη σε περίοπτη θέση στα ράφια των σουπερμάρκετ, όσο για το οικονομικό θαύμα, αυτό κράτησε όσο κρατούν όλα τα θαύματα, τρεις ημέρες.

Οι δυσοίωνες προβλέψεις που γεννά η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνοδεύονται από την επιδείνωση όλων σχεδόν των επί μέρους οικονομικών δεικτών, από την απομείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, τον υποβιβασμό του επιπέδου διαβίωσης και βεβαίως από την αναμενόμενη λήξη της διάρκειας του Ταμείου Ανάκαμψης, που αποτέλεσε μια σημαντική βοήθεια για την έξοδο από την κρίση της COVID-19.

Ολα αυτά σε συνδυασμό με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργούν την αίσθηση ότι την κυβέρνηση Μητσοτάκη την αναμένει το ’25 ένας αγχωτικός, ανηφορικός δρόμος. Το στοίχημά της είναι να τον ανέβει χωρίς απώλειες, αλλά και χωρίς υποχωρήσεις. Το πρώτο μοιάζει δύσκολο, το δεύτερο «παίζεται». Αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι η καινούργια πολιτική περίοδος που άνοιξε με τα εγκαίνια της ΔΕΘ εμπεριέχει πλήθος πολιτικών προκλήσεων για τον Κυρ. Μητσοτάκη.

Από την εκλογή τού ή της διαδόχου της Προέδρου της Δημοκρατίας έως τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και από τη διευθέτηση των εσωκομματικών – ενδοκυβερνητικών ισορροπιών έως τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης των πολιτών στο πρόσωπό του, ο Πρωθυπουργός, ελλείψει αντιπολίτευσης, θα βρίσκεται ουσιαστικά αντιμέτωπος με τον εαυτό του και ειδικότερα με τις επιλογές του. Από τις οποίες και θα κριθεί αν μπορεί να ανακοπεί η κυβερνητική φθορά, που αρχίζει πλέον να γκριζάρει και τη δική του εικόνα…