Η κάθε εκλογική αναμέτρηση, ειδικά για τον νικητή των εκλογών, θεωρείται εκ των πραγμάτων μια επιβράβευση της πολιτικής που ακολούθησε την προηγούμενη 4ετία. Αν μάλιστα, όπως συμβαίνει τώρα, ήταν και κυβέρνηση τα προηγούμενα 4 χρόνια, η νίκη στις εκλογές θεωρείται, και εν πολλοίς είναι, έγκριση της πολιτικής που όχι μόνο εφάρμοσε, αλλά και αυτής που θα ακολουθήσει και κατά την καινούργια θητεία.
Ισχύει αυτό για την κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη; Ασφαλώς και ισχύει. Μόνο που πολλές φορές οι κυβερνήσεις μπερδεύονται. Χάνουν τον προσανατολισμό τους. Παγιδεύονται στον κολοφώνα της νίκης τους και βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι η έγκριση αποτελεί και λευκή επιταγή για τη συνέχεια.
Είναι ένα λάθος, το οποίο συνήθως έχει αυταπόδεικτα σοβαρές επιπτώσεις. Η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, που «διπλώνει» τις θητείες της, θεωρεί ότι η αναβάπτισή της στην πρόσφατη λαϊκή εντολή αυτομάτως σηματοδοτεί και την αποδοχή κάθε πράξης ή απόφασης που λαμβάνει από την κοινωνία. Ακόμη και της πιο ακραίας. Με ψηφίσατε, άρα αποδέχεστε το αλάθητο των ενεργειών μου. Καμία διαμαρτυρία δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ούτε καν σκεπτικισμός ή και προβληματισμός.
Είναι όμως έτσι; Για την παρούσα κυβέρνηση που κατήγαγε έναν αληθινό θρίαμβο στις προ μηνός εκλογές, διαλύοντας ουσιαστικά και τον κύριο αντίπαλό της, τον ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζει μονόδρομος μια τέτοια θεώρηση. Δείχνει ήδη ότι πορεύεται με βάση το ποδοσφαιρικό αξίωμα «ο πρώτος είναι πρώτος και τα παίρνει όλα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα». Αλλά όσοι παρακολούθησαν το σίριαλ των προηγούμενων ημερών με την πανεπιστημιακή αστυνομία ή το άλλο με την έφιππη αστυνομία, πολύ θα ήθελαν να γνωρίζουν τι ανέφερε επ’ αυτού ο γαλάζιος φάκελος που παρέλαβε ο κ. Μητσοτάκης. Ή τι ανέφερε για το ακαταδίωκτο των τραπεζικών στελεχών ο αντιστοίχου χρώματος φάκελος που παρέλαβε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδης. Αν δηλαδή οι δύο υπουργοί δόθηκαν βορά στον βόρβορο του Διαδικτύου, προκειμένου να προστατευθεί το αλάνθαστο ενός φακέλου, που χαιρετίστηκε ως η απόδειξη μιας «έτοιμης» διακυβέρνησης.
Υπ’ αυτή την έννοια, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να γνώριζε κανείς τι εμπεριείχε ο γαλάζιος φάκελος που παρέλαβε ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη βελτίωσή τους. Είχε μόνο ευχές για «καλή γειτονία» με την Τουρκία ή όπως διεφάνη από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ερντογάν στο Βίλνιους της Λιθουανίας, πήγαινε και παραπέρα; Και πόσο «παραπέρα»;
Διευκρίνιζε, ας πούμε, στον καινούργιο υπουργό ότι με την Τουρκία έχουμε μία (1) διαφορά, και αυτή δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ, όπως παγίως παραδέχεται η ελληνική πολιτική ηγεσία εδώ και 49 χρόνια, μετά τον πόλεμο στην Κύπρο; Μία διαφορά και μόνο επ’ αυτής συζητούμε; Διότι από τα μισόλογα των κυβερνητικών παραγόντων, αντιληφθήκαμε ότι με την Τουρκία υπάρχουν κάποιες, αγνώστου αριθμού, «διαφορές».
Ποιες είναι αυτές οι «διαφορές» και σε τι συνίστανται, το επεξηγεί ο σχετικός φάκελος του υπουργείου Εξωτερικών; Είναι μια άλλη απορία. Σε λίγες εβδομάδες ο κ. Γεραπετρίτης θα έχει συνομιλίες με τον ομόλογό του Χακάν Φιντάν. Θα γνωρίζουμε τελικά τι θα συζητήσει μαζί του, πέραν των λεγομένων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης; Για μία διαφορά ή για κάποιες διαφορές;
Και εδώ επανέρχομαι στην αρχή. Οσοι ψήφισαν τον κ. Μητσοτάκη, προφανώς είχαν στο μυαλό τους ότι αυτό που αναγνωρίζουμε ως ζήτημα με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα. Ισως και το ότι η επίλυση της σχετικής διαφοράς μπορεί να ανατεθεί με μια αμφιλεγόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ουδείς όμως είχε επίγνωση ότι ψηφίζοντας ΝΔ, θα άνοιγε τη βεντάλια του αναθεωρητισμού και των διεκδικήσεων της Τουρκίας και εμείς θα μπαίναμε στον χορό να συζητήσουμε επ’ αυτών. Στο όνομα δε μιας γεωπολιτικής ισορροπίας που αφορά ίσως τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, που θέλουν το κεφάλι τους ήσυχο. Αλλά για μια χώρα που υπερασπίστηκε το δίκιο της, με τρομερό οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό κόστος, επί μισό σχεδόν αιώνα, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε απαράδεκτη υποχώρηση. Αυτή είναι η αλήθεια…