Η ολοκλήρωση στη Βουλή της 5ήμερης συζήτησης επί του προϋπολογισμού του 2025, δεν ολοκληρώνει μόνο τα πολιτικά δρώμενα για το 2024, όπως εκ παραδόσεως συμβαίνει. Ανοίγει παράλληλα μία ολόκληρη περίοδο, ζωηρών αντιπαραθέσεων τόσο μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολίτευσης, όσο και μεταξύ των ίδιων των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Αλλωστε η συζήτηση στο Κοινοβούλιο προσέφερε ικανό δείγμα των όσων πρόκειται να ακολουθήσουν το καινούργιο έτος. Και εάν μεν, η ευθεία, ίσως και οξεία, αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης είναι κάτι το θεωρητικώς αναμενόμενο, δεν είναι συχνό το φαινόμενο να αντιπαρατίθενται τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Αφορμή αποτέλεσε η ονοματολογία περί τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρά το από διάφορες πλευρές επισημαινόμενο ως άτοπο, άκυρο, αντιδεοντολογικό και θεσμικά απαράδεκτο της συζήτησης. Οτι την ώρα που υφίσταται Πρόεδρος της Δημοκρατίας και διανύει τους τελευταίους μήνες της 5ετούς θητείας της, να συζητείται ποιος θα ήταν κατάλληλος να τη διαδεχθεί στο ανώτερο αξίωμα του Πολιτεύματος.
Και χωρίς μάλιστα ο Πρωθυπουργός, ο οποίος φέρει το κύριο βάρος της προτάσεως για τον νέο Πρόεδρο, να έχει ξεκαθαρίσει απολύτως ότι θα προτείνει ένα νέο πρόσωπο και όχι μία νέα θητεία για την κυρία Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Το δυστύχημα είναι ότι η σύγχυση που έχει δημιουργηθεί, σχετικά με τις προθέσεις του Πρωθυπουργού, προκαλεί απόνερα και στρεβλώσεις στην αντιπολίτευση. Το πράγμα προσλαμβάνει διαστάσεις κωμωδίας, καθώς ρίχνεται υπό τύπον «πρωτότυπης» ιδέας ένα όνομα στη μεγάλη αρένα της επικοινωνίας, τοποθετούνται πολλοί και διάφοροι επί της πιθανότητας η πρωτότυπη «ιδέα» να γίνει αποδεκτή, κάποιος την υιοθετεί χωρίς να εξετάσει τις παραμέτρους της «υποψηφιότητας», και στο τέλος της ημέρας αυτός ο «κάποιος» θεωρεί πως μπορεί να καθοδηγήσει και τις εξελίξεις.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτών των ημερών, η επίδειξη ενός σύμμεικτου φαινομένου μεγαλοϊδεατισμού και μικρομεγαλισμού, εκ μέρους του μικρότερου κόμματος που προέκυψε από τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς. Ο πρόεδρος της οποίας, ο κατά τα άλλα συμπαθής κ. Χαρίτσης, δεν περιορίστηκε απλώς στην πρωτοτυπία της ιδέας του, να εισηγηθεί τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ κ. Χρήστο Ράμμο, ως υποψήφιο κοινής αποδοχής των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά παρά τη δημόσια αποδοκιμασία, προχώρησε ένα βήμα παρακάτω: απηύθυνε πρόσκληση στους προέδρους των υπολοίπων κομμάτων για κοινή σύσκεψη επί της… πρωτότυπης ιδέας που είχε!
Φυσικά η πρόταση απερρίφθη, αλλά αυτό έδωσε την αφορμή σε ορισμένους εκ των ηγετών να επιτεθούν σε άλλους, διότι δεν την ενστερνίστηκαν. Ο δε κ. Χαρίτσης, αντί να προβληματιστεί από την ομόθυμη απόρριψη της πρωτοβουλίας του, επιμένει σε αυτή, παραβλέποντας ότι ήδη έχει δώσει ισχυρά επιχειρήματα στην κυβέρνηση να ακυρώσει τον ρόλο του κ. Ράμμου στην προσπάθεια για την αποκάλυψη της αλήθειας στην υπόθεση των υποκλοπών.
Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ οι ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης έδειξαν απρόθυμες να συμμετάσχουν σε συζητήσεις για κοινό υποψήφιο, ορισμένοι βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν στον κ. Ανδρουλάκη του ΠαΣοΚ, ο οποίος με διπλωματικότητα κατέστησε σαφές πως δεν ανήκει στα ενδιαφέροντα του Κινήματος κάτι τέτοιο. Αθροίζοντας έτσι και το θέμα της υποψηφιότητας για την Προεδρία της Δημοκρατίας στις επιθέσεις που ήδη δέχεται.
Το γεγονός εξηγείται ως έναν βαθμό, από τις ανακατατάξεις που σημειώθηκαν έπειτα από την κατάσταση αμοιβαδοποίησης στην οποία περιέπεσε το έως πρόσφατα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η νέα διάσπαση, ως αποτέλεσμα των μεθοδεύσεων της ηγετικής ομάδας του κόμματος προκειμένου να απαλλαγεί της παρουσίας του πρώην προέδρου Στ. Κασσελάκη, έφερε σε θέση θεσμικού εταίρου το ΠαΣοΚ. Οι δε πρωτοβουλίες που έχει ήδη αναλάβει δημιούργησαν την αίσθηση ότι χώρεσε απολύτως, και χωρίς περίοδο προσαρμογής στα παπούτσια της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Συνθήκη που ολοκληρώνεται με τη μικρή μεν, πλην συνεχή, και ως εκ τούτου αξιοσημείωτη, αύξηση των ποσοστών του κόμματος, προβάλλοντας έτσι το ΠαΣοΚ ως αντίπαλο δέος προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Και ενώ αυτά όλα μοιάζουν φυσιολογικά, αφού εν πολλοίς ακολουθούν τους νόμους της πολιτικής αγοράς, στον αντίποδα, τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης επιχειρούν να «κοντύνουν» την προσπάθεια του ΠαΣοΚ να ανταγωνιστεί ευθέως τη Νέα Δημοκρατία.
Μια περίπτωση, είναι αυτή που προαναφέρθηκε. Μία δεύτερη το θετικό κλίμα στη συνάντηση που είχε ο κ. Ανδρουλάκης με τον κ. Μητσοτάκη και τα όσα περί συναινέσεως ανέφερε. Το βέβαιο είναι ότι θα ακολουθήσουν και άλλες. Ισως πιο σκληρές. Εξυπηρετώντας και συντηρώντας τελικά το ανέφελο της διακυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη…