Ο Μένης έζησε όλη του τη ζωή τσοπάνος στα βουνά της Ηπείρου. Είχε 100 έως 120 πρόβατα και αυτή ήταν ολόκληρη η περιουσία του. Το καλοκαίρι στα Τζουμέρκα με το κοπάδι, τον χειμώνα στον κάμπο στα Γιάννενα στο νοικιασμένο λιβάδι. Η ζωή του ένα ατελείωτο πήγαινε-έλα από το σπίτι στη στάνη και από τη στάνη στο σπίτι. Με χιόνι, με κρύο, με βροχή, ίδιο και απαράλλακτο το δρομολόγιό του: τρεις το πρωί ξύπνημα, στις πέντε άρμεγμα, στις επτά τα πρόβατα για βοσκή. Ενδιάμεσα η συγκέντρωση του γάλακτος σε μεγάλα δοχεία και η μεταφορά του στον δημόσιο δρόμο για να το πάρει ο έμπορος. Στη ζωή του Μένη ο έμπορος εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια. Ως τότε ο ίδιος έπηζε το γάλα του και το έκανε φέτα μυρωδάτη, γευστική φέτα της Ηπείρου. Τα πράγματα δυσκόλεψαν για αυτόν όταν η αγορά άρχισε να κατακλύζεται από ένα λευκό τυρί που έμοιαζε σαν ασβέστης κι έλιωνε εύκολα. Τυρί φθηνό, άγευστο, άοσμο αλλά φτηνό…
Ταυτόχρονα σχεδόν εμφανίστηκε και ο «καλός» έμπορος, αυτός που ήταν πρόθυμος να απορροφήσει το γάλα του Μένη και να του δώσει και προκαταβολή τον Σεπτέμβριο για να μπορέσει να αγοράσει ζωοτροφές για να ταΐσει τα πρόβατα τον χειμώνα στα χειμαδιά. Του Μένη του είχε φανεί σαν από μηχανής θεός. Αλλωστε από την Αγροτική Τράπεζα δεν είχε πλέον να περιμένει τίποτε – τόσα ήταν τα χρέη του.
Ο Μένης δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Χάθηκε πρόπερσι με το παράπονο ότι «δεν μπορεί μωρέ ένα κιλό γάλα να κάνει όσο να μπουκάλι κόκα κόλα».
Τον θυμήθηκα βλέποντας κτηνοτρόφους της Μυτιλήνης να χύνουν το γάλα της οργής στο υπουργείο Αιγαίου και να περιλούζουν υπαλλήλους και αστυνομικούς. Πολλοί βιάστηκαν να τους κατηγορήσουν – «δεν είναι τρόπος διεκδίκησης αιτημάτων αυτός» είπαν. Οντως ίσως να μην είναι. Αλλά οι άνθρωποι βαρέθηκαν τις κοροϊδίες, βαρέθηκαν τον έμπορο, την εκμετάλλευση, τις απάτες εις βάρος τους. Και ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας μία καλύτερη ζωή. Μπορεί να μην είναι πολιτικά ορθός (politically correct για τους αγγλομαθείς) ο τρόπος τους, αλλά πάνω στα βουνά δεν διδάσκονται το πώς θα διεξάγουν τους συνδικαλιστικούς αγώνες, το πώς να αρμέγουν τα πρόβατα μαθαίνουν.
Info 1: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» μια ημέρα του Φεβρουαρίου του 1996 υπό τον τίτλο «Το γάλα της οργής». Οι αγρότες γης και οι κτηνοτρόφοι για άλλη μια χρονιά ήταν στους δρόμους διεκδικώντας επίλυση των πρόσκαιρων, εκείνη την περίοδο, αιτημάτων τους, αλλά στην πραγματικότητα μια καλύτερη ζωή.
Αν το αναδημοσιεύω σήμερα είναι για να υπογραμμίσω ότι στα 28 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε ούτε τα χρόνια προβλήματα του αγροτικού κόσμου βρήκαν λύση, ούτε μεγάλες αναδιαρθρώσεις στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας σημειώθηκαν, ούτε η ζωή τους βελτιώθηκε. Οι περισσότεροι φυτοζωούν, δουλεύουν για να αποπληρώσουν τους δανεισμούς τους από τις τράπεζες και κερδισμένοι είναι μόνο όσοι διακονούν το παρασιτικό εμπόριο που ζει και βασιλεύει στις πλάτες τους.
Το κείμενο δημοσιεύεται εκ νέου και για έναν ακόμη λόγο: στις σχεδόν τρεις δεκαετίες που μας χωρίζουν από αυτό το συναισθηματικά φορτισμένο «γάλα της οργής», τις τύχες της χώρας και του αγροτικού κόσμου διαχειρίστηκαν έξι νόμιμα εκλεγμένοι πρωθυπουργοί, δυο-τρεις υπηρεσιακοί και πάνω από 20 υπουργοί Γεωργίας ή Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως ονομάζεται τα τελευταία χρόνια το σχετικό υπουργείο. Οσο κι αν προσπάθησα, δεν βρήκα τίποτε που να σηματοδοτεί μια πραγματικά «άλλη» αγροτική πολιτική. Μια διαφορετική προσέγγιση στο αγροτικό ζήτημα. Για τις κυβερνήσεις, όλες τις κυβερνήσεις, το αγροτικό πρόβλημα ξεκινάει στα τέλη Νοέμβρη, κάνει μια μικρή παύση λίγο πριν από τις γιορτές και επανέρχεται περί τα τέλη Ιανουαρίου. Διαρκεί κανέναν μήνα και μετά «αρχίζει η σπορά», όπως υπεραπλουστευτικά στα όρια του κυνισμού προσέγγισε τις κινητοποιήσεις ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης. Ητοι σε μια δεύτερη ανάγνωση οι αγρότες παίρνουν τα τρακτέρ και βγαίνουν στον δρόμο επειδή απλά βαριούνται να κάθονται όλη μέρα στο καφενείο να παίζουν μπιρίμπα και να πίνουν τσίπουρα…
Info 2: Ο Μένης, Αριστομένης κατά το πλήρες όνομά του, ήταν πραγματικό πρόσωπο.