Απομένουν σχεδόν 40 ημέρες ως τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, και έως τώρα τουλάχιστον, κανένα κόμμα δεν φαίνεται να ασχολείται σοβαρά με το ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης. Προβάλλεται οτιδήποτε άλλο, παρά αυτό καθαυτό το νόημα μιας εκλογής, η οποία λογικά θα έπρεπε να απασχολεί εντατικά τον δημόσιο διάλογο.
Η Ευρώπη τού αύριο σε συνδυασμό με την ανασφάλεια που δημιουργούν οι περιφερειακές συγκρούσεις και οι επιπτώσεις που αυτές έχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Γηραιάς Ηπείρου (Μεταναστευτικό, εγκληματικότητα κ.λπ.), δείχνουν να μην αγγίζουν (καθόλου!) τα ελληνικά κόμματα.
Σταθερά προσανατολισμένα στην παρατεταμένη ομφαλοσκόπηση, που διατρέχει το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας, τα κόμματα επιχειρούν να μετατρέψουν την κάλπη του Ιουνίου σε πεδίο επίλυσης των ανοιχτών λογαριασμών που έχουν μεταξύ τους, από τις περσινές εθνικές εκλογές.
Κάτι οι δημοσκοπήσεις, κάτι η διακριτή κυβερνητική φθορά εξαιτίας της ακρίβειας, της ανασφάλειας, των Τεμπών, της εγκληματικότητας, της πορείας της οικονομίας, αλλά και κυβερνητικές πρωτοβουλίες όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ή τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, δίνουν στην εκλογή χαρακτήρα ενός άτυπου δεύτερου γύρου των εκλογών του Ιουνίου του 2023.
Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την εκτροπή των προσεχών ευρωπαϊκών εκλογών σε μια εσωτερικού χαρακτήρα εκλογική αναμέτρηση ανήκει στη Νέα Δημοκρατία. Μάλιστα η κυβερνητική «πρωτοβουλία» είναι σε τέτοιον βαθμό στραμμένη προς το εσωτερικό, ώστε ουσιαστικά σύρει και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα σε μια αντιπαράθεση, όπου τα ζητήματα τα οποία τίθενται και καλούνται οι πολίτες να «τοποθετηθούν» με την ψήφο τους επ’ αυτών, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το περιεχόμενο των ευρωεκλογών.
Θα πίστευε κανείς ότι η όλη κυβερνητική στρατηγική είναι στην πραγματικότητα μια παγίδα για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς τα οδηγεί σε μια αντιπολιτευτική ρητορική εσωτερικού χαρακτήρα, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με το τι Ευρώπη θέλουμε, στις συνθήκες που καθημερινά διαμορφώνονται. Ετσι η κυβέρνηση καταφέρνει να προβάλλει, χωρίς αντίπαλο, το βασικό της επιχείρημα, το οποίο είναι ότι στις κάλπες του Ιουνίου δεν αναμετρούνται πολιτικές προτάσεις για την Ευρώπη αλλά το δίλημμα «σταθερότητα ή περιπέτειες».
Ηδη το έχει προβάλει, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της προεκλογικής περιόδου, ο Πρωθυπουργός, και προφανέστατα θα επαναλάβει το μήνυμα με μεγαλύτερη ένταση το διάστημα που μεσολαβεί ως τις εκλογές. Για τον κ. Μητσοτάκη αυτή η στρατηγική μοιάζει μονόδρομος. Το δίλημμα θα στείλει κόσμο στις κάλπες, και μάλιστα κόσμο ο οποίος είτε θα απείχε είτε θα έριχνε σε αυτές καταδικαστική ψήφο. Χωρίς το δίλημμα, οι ψηφοφόροι θα επέλεγαν μια στάση ανάλογη με εκείνη προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: αντί θετικής ψήφου στην κυβέρνηση, ψήφο-μήνυμα. Συνέβη κατά το παρελθόν, θα συνέβαινε και τώρα.
Ετσι το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από τις κάλπες, θα κατέγραφε μια βαθιά κάμψη των ποσοστών της ΝΔ και παράλληλα θα δημιουργούσε στην κυβέρνηση την αγωνία της επόμενης μέρας.
Πολύ έξυπνα λοιπόν ο Πρωθυπουργός μετέθεσε τη συζήτηση εκεί όπου υπερέχει των αντιπάλων του: στην κυβερνησιμότητα που διαθέτει και η οποία εγγυάται την πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Παράλληλα φόρτωσε την αντιπολίτευση με το άγχος να του ψαλιδίσει την υπεροχή, όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να μπορέσει την επομένη των εκλογών να θέσει θέμα δυσαρμονίας με τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράστηκε πέρυσι. Θα τα καταφέρει; Νομίζω ότι το δικό της στοίχημα είναι σοβαρότερο από του Κ. Μητσοτάκη…