Είναι Ιούνιος και είμαι 17 χρόνων. Κρατώντας το χαρτζιλίκι που μου δίνει η μάνα μου για το σχολείο (και που μαζεύω για να μπορώ να το διαθέτω κρυφά σε δύο τινά, είδη καπνιστού και είδη αναγνώστου), πηγαίνω στο βιβλιοχαρτοπωλείο της γειτονιάς για να αγοράσω, ως συνήθως, ό,τι μου κάνει εντύπωση.
Αυτή τη φορά επιλέγω δύο βιβλία: την Ερημη Χώρα του Τ.Σ. Ελιοτ, στη μετάφραση του Σεφέρη, και τα ποιήματα του Τσέζαρε Παβέζε (μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς, Printa 2004), δίχως να ξέρω και πολλά για τους κυρίους. Στην Ερημη Χώρα υπάρχει ένα ποίημα που τιτλοφορείται «Θάνατος από πνιγμό». Μιλάει για ένα πρόσωπο, τον Φληβά τον Φοίνικα. Σαν να παρασύρομαι από κάποιου είδους γραμματική παρειδωλία, παραβλέπω τεχνηέντως τη φυλή των Φοινίκων και προσδιορίζω τον Φληβά ως το μυθικό πουλί φοίνικα. Τον φαντάζομαι να τσακίζεται από τα ύψη του στην επιφάνεια του νερού, που τον καταπίνει προτού εκείνος προλάβει ν’ αναφλεγεί και ν’ αναγεννηθεί.
Φαντάζομαι το φτέρωμά του να κυματίζει μουλιασμένο, βαρύ και άχρηστο. Υστερα, διαβάζω για τον θεό-τράγο σ’ εκείνο το λογοκριμένο ποίημα του Παβέζε, που στοιχειώνει τις νύχτες των χωρικών, επειδή «όταν ένα ζώο δεν ξέρει να δουλέψει/ και κρατιέται μονάχα για αναπαραγωγή, του αρέσει να σκοτώνει», που λέει και στους τελευταίους δύο στίχους. Κι έτσι περνώ αυτό το νεανικό καλοκαίρι παρέα με δύο θηρία τα οποία μου λένε πράγματα που δεν καταλαβαίνω ακόμη και που ίσως ούτε ύστερα κατορθώνω να καταλάβω, παρ’ όλα αυτά διατηρώ τη φαντασία τους μέχρι σήμερα: ένα πνιγμένο πουλί που επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας κι ένας τράγος που ελλοχεύει στα θάμνα του κάμπου.
Τις προάλλες, ο καρδιακός μου φίλος και ίσως εγγύτερος στην ψυχοπαθολογία μου άνθρωπος που γνωρίζω, ο ποιητής Γιάννης Αντιόχου, μου στέλνει ένα υπό κατασκευή ποίημά του. Το τιτλοφορεί κι αυτός «Θάνατος από πνιγμό», δανειζόμενος από τον Ελιοτ, τον οποίο, εξάλλου, έχει μεταφράσει και γνωρίζω ότι διατηρεί μια παράξενη σχέση μαζί του (ο Γιάννης είναι μια νευρωτική μεταφυσική με πόδια – δεν κάνει τίποτα που να μην έχει μια συγκροτητική λειτουργία στον κόσμο του).
Διαβάζω κάτι που ξεκινάει α λα «αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου». Στίχοι για τα ράφια όπου φυλάει βιβλία του Ελιοτ και του αυτόχειρα ποιητή Χαρτ Κρέιν, κάτι σουβενίρ από τη Νέα Υόρκη κι ένα, όπως γράφει, «ανθρώπινο μηριαίο οστό/ διάτρητο από τ’ αλάτι/ που βρήκα στα καλοκαιρινά μου μπάνια…». Το οστό το κρατάει τυλιγμένο μ’ ένα κόκκινο πανί σ’ ένα παλιωμένο κασελάκι. «Ανοιγοκλείνοντάς το –», γράφει, «οι σκουριασμένοι μεντεσέδες του/ κρώζουν σαν τους γλάρους […]/ που χορταίνουν μ’ ανθρώπινα υπολείμματα».
Ωραίο ποίημα, σκέφτομαι. Ενας στοχασμός πάνω στον θάνατο, στη μνήμη και στην αναπόδραστη ιστορική βία, με ολίγη αυτοβιογραφία και μυθολογία, όπως συνηθίζει ο φίλος μου. Εκκινεί από μια πράξη αρχειακής μνημόνευσης: σχεδόν σαν σε τελετουργία, ορίζει ένα φαγωμένο από το αλάτι ανθρώπινο οστό ως το κατάλοιπο μιας πνιγμένης ύπαρξης, τοποθετώντας το σε ένα κουτί που λειτουργεί ταυτόχρονα ως λειψανοθήκη, τάφος και γνωσιολογικός τόπος πένθους.
Να το το Sein-zum-Tode, όπου η αντιπαράθεση με τον θάνατο δεν αποτελεί απλή παθητική δοκιμασία, αλλά μια οντολογική συνάντηση που φέρνει στη γλώσσα τη χαμένη Ιστορία. Ωστόσο, η ίδια η ποιητική πράξη της διατήρησης υπονομεύεται από το φασματικό της αρχείο – ένα αντικείμενο που δεν αποτυπώνει απλώς το παρελθόν, αλλά πάλλεται από τη λανθάνουσα βία του. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες του κουτιού, που παράγουν έναν ήχο παρόμοιο με γλάρους που κατασπαράσσουν ανθρώπινα κατάλοιπα, σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη στατική μνήμη σε μια ανησυχητική, ζωντανή στοιχειότητα. Με όρους (δεν περίμενα ότι θα χρησιμοποιήσω ποτέ αυτό το όνομα στη ζωή μου, αλλά να) Ντεριντά, το λείψανο δεν δηλώνει απλώς την απώλεια, αλλά τη διαιωνίζει, παράγοντας μια δομή différance, όπου το νόημα δεν επιτυγχάνεται ποτέ, αλλά διαρκώς αναβάλλεται και συγκροτείται μέσω της απουσίας.
«Γεννήθηκα με χάρτες στον λαιμό», λέει στο ποίημα, «μα η θάλασσα/ –μεθοδική βιβλιοθηκάριος– / μ’ αρχειοθέτησε». Η θάλασσα λειτουργεί ως η απόλυτη αρχειακή δύναμη (ταυτόχρονα διατηρεί και αφανίζει) και φτιάχνει ένα ωραίο φουκοϊκό πλαίσιο εξουσίας, ταξινόμησης και ιστορικής καταστολής των περιθωριοποιημένων φωνών. Παίζουνε μεταξύ τους το ατομικό και το συλλογικό, από τη μια η βία της κατάκτησης και από την άλλη η προσωπική τραγωδία, η καλλιτεχνική εξορία. Αυτός που φέρει «χάρτες στον λαιμό» ενσαρκώνει μια ύπαρξη ήδη εγγεγραμμένη σε προκαθορισμένες γεωπολιτικές και γλωσσικές δομές, αλλά παραμένει τελικά έρμαιο της αρχειακής ταξινόμησης της θάλασσας – ενός αρχείου που, αντί να διαφυλάσσει, εξαλείφει.
Σε κάποιο σημείο λίγο αργότερα, γράφει ο Γιάννης: «… Κρύφτηκα στην καμπίνα ηττημένος. Μεσημέρι της επομένης, ανέβηκα στην πρύμνη. Πήδηξα στ’ ανοιχτά των ακτών της Φλόριντα […]». Εδώ αναφέρεται στον Κρέιν, που έδωσε τέλος στη ζωή του το 1932, πέφτοντας στον Κόλπο του Μεξικού. Αποτυπώνει μια στιγμή εξαφάνισης, όπου η προσωπική προδοσία συνδέεται με την ευρύτερη αποτυχία ενός πολιτισμού να στηρίξει τους ίδιους τους οραματιστές του. Στο τέλος του ποιήματος, διαλύονται όλα τα κλισέ για την ποίηση, όλα τα κλισέ για την Τέχνη. «Τι πνίγει ένα έθνος;/ Ο προφήτης/ ο ποιητής κι/ ο αρχιτέκτονάς του./ Θυμήσου:/ ο ποιητής σ’ εξαπάτησε/ Μια θάλασσα γεμάτη στίχους/ δεν είναι ποτέ μεταφορά∙/ […] επιστρέφει και σε πνίγει […]». Η γλώσσα όχι μόνο δεν σε λυτρώνει, αλλά σε καταβροχθίζει. Δεν είναι μέσο κάθαρσης, αλλά μια φονική παλιρροϊκή δύναμη.
Ο φίλος μου αρνείται την ποίηση και δεν ξέρω γιατί – είναι επηρεασμένος από τους πολέμους που μας περιβάλλουν (από την Ουκρανία, από τη Γάζα κι ένα πλήθος άλλων σφαγών) και εντάσσει την άρνηση σε μια νιτσεϊκή και μπενγιαμινική κριτική της Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο πολιτισμός οικοδομείται μέσα από αέναους κύκλους αποστέρησης, κατακτητικής βίας και αναπόφευκτης επιστροφής, ή απλώς ξύπνησε με νεύρα;
Μου αρέσει, πάντως, αυτό το υπό κατασκευή ποίημα για έναν κόσμο όπου το παρελθόν δεν εξιλεώνεται ούτε επανορθώνεται, αλλά βυθίζεται ακατάπαυστα στα ρεύματα του αναπόδραστου. Παρά τις πολύωρες συζητήσεις μας για τον Ελιοτ, δεν έτυχε ποτέ να μιλήσω στον Γιάννη για την πρώτη μου επαφή με την Ερημη Χώρα κι εκείνον τον μουλιασμένο φοίνικα στη νεανική μου φαντασία. Και δεν θα χρειαστεί να το κάνω, απ’ ό,τι φαίνεται. Αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε. Ομως ούτε και για τον θεό-τράγο του Παβέζε έτυχε να του μιλήσω ποτέ, για εκείνον που δεν ξέρει να δημιουργεί κι έτσι δεν του απομένει άλλο απ’ το να καταστρέφει. Ισως ήρθε η ώρα να το κάνω. Να του πω ότι ένα δίκιο το έχει, ότι η ποίηση δεν είναι πια δημιουργία, ότι δεν συνιστά πια αποτροπή της καταστροφής – να του πω ότι, στον κόσμο όπου ζούμε, να μην καταστρέφεις σημαίνει απλώς να ξέρεις ότι δεν δημιουργείς.
Ο κόσμος των αντανακλάσεων
Ενίοτε όταν βρέχει κοιτάζω τις αντανακλάσεις της πόλης στα νερά των δρόμων. Αυτή η αντεστραμμένη πραγματικότητα, ως θραύσμα στα ακρωτηριαστικά όρια των λάκκων, μου δίνει την αίσθηση μιας πόλης που, πέρα από την υλική της μορφή, κάπου υφίσταται ως ένα κράμα λανθανουσών δυνατοτήτων και αναγνωρισμένης χρονικότητας. Μια πόλη ως πεδίο καταγραφής συμβάντων και ως αποθετήριο δυνατοτήτων.
Κάθε οικοδόμημα, δρόμος και γωνίτσα γεμίζει με την καταπιεσμένη δυναμική των δράσεων που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, φτιάχνοντας έναν χώρο μη Ιστορίας – μια κρύπτη ανείπωτων αφηγήσεων. Η ένταση μεταξύ της υλικότητας της πόλης και της αφηρημένης διάστασης του χρόνου την αποκαλύπτει τόσο ως χώρο φυσικό όσο και ως χώρο διατήρησης όλων όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Η αντανάκλαση στα λιμνάζοντα νερά δεν είναι απλώς αντανάκλαση του γνωστού, αλλά ένας αχαρτογράφητος τόπος που παραμένει αόρατος για όλους εκτός από εκείνους που η όραση δεν τους κάμπτει.