Οταν σπούδαζα θεολογία, είχα ξετρελαθεί με τη δογματική, ένα σκληροπυρηνικό πεδίο, που περιλαμβάνει μελέτη και ανάλυση θεμελιωδών αρχών ενός δόγματος. Στο πλαίσιο της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας, αφορά τη μελέτη της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσω της Βίβλου και των πατερικών κειμένων, εστιάζοντας σε θέματα όπως την τριαδικότητα του Θεού, την ενσάρκωση, τη σωτηρία, τη θεία χάρη, τη θεία ευχαριστία, την ανάσταση, την παράδοση. Ολα αυτά με μάγευαν – όχι πως είμαι υπόδειγμα χριστιανής, ή ένθεης γενικότερα, αλλά μελετώντας, τελικά, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Ορθοδοξία άρχισα να καταλαβαίνω κάπως τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο μικρόκοσμός μας, ο λαός μας, ο πολύπτυχος πολιτισμός μας. Το έβλεπα λίγο ανθρωπολογικά.

Ωστόσο, παρόλο που επεδείκνυα συμπεριφορά φυτού, αριστεύοντας στις εξετάσεις, μη χάνοντας παράδοση και διαβάζοντας μανιωδώς την κρεμ ντε λα κρεμ των ελλήνων δογματολόγων, τη σκέψη να συνεχίσω τις σπουδές μου στο πεδίο την έδιωξα όπως ήρθε. Τυχαίνει να γνωρίζω κάπως τον εαυτό μου. Ξέρω πώς σκέφτομαι, ποιες είναι οι κλίσεις μου, τι με ευχαριστεί ή με περιορίζει. Οντας αρκετά δημιουργική, ήξερα πως, εάν ασχολούμουν με τη δογματική, θα κατέληγα να φτιάξω καμιά αίρεση. Με τη δογματική δεν παίζουμε – μελετούμε συγκεκριμένα πράγματα υπό συγκεκριμένες οπτικές, δεν ερμηνεύουμε όπως μας κατέβει (όπως μπορούμε να κάνουμε με ένα καλλιτέχνημα, για παράδειγμα). Οι δογματολόγοι είναι κάτι σαν τους νευροχειρουργούς της θεολογίας κι εμένα τα χεράκια μου τρέμουν.

Αν και δεν εντρύφησα, λοιπόν, στη δογματική, αποκόμισα βασικές γνώσεις για την έννοια που αποδίδει η θεολογία στα πράγματα, ώστε να δύναμαι να ξεχωρίσω τις ερμηνείες του δόγματος από τις (παρ)ερμηνείες της κουλτούρας. Κι αυτό δεν συνέβη μόνο με τον χριστιανισμό – ό,τι μελέτησα για άλλες θρησκείες, όπως για το Ισλάμ (ποιος να μου το έλεγε ότι θα έβρισκα μες στο Κοράνιο καινοφανείς παραινέσεις υπέρ της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών!), έβαλε πολλά σε σειρά, μου επιβεβαίωσε πόσο στραβά μπορεί να πάει το μίσιον «θρησκεύειν» όταν δεν έχεις ιδέα τι ασπάζεσαι και, κυρίως, μου απέδειξε ότι η πίστη και ο σεβασμός δεν χρειάζεται να ταυτίζονται.

Με βόλεψε η συνειδητοποίηση – η αίσθηση πως η πιο ευσεβής σκέψη που έκανα ποτέ ήταν η παραδοχή της ασέβειάς μου, πως η πιο χριστιανική πράξη μου ήταν η αποφυγή των χριστιανικών χωραφιών. Απέρριψα την ακαδημαϊκή ενασχόληση με τη δογματική επειδή ήξερα ότι ο ζήλος της διάνοιας μέσα μου υπερισχύει του «ζήλου της αρετής». Προτίμησα να ασχοληθώ με τη θρησκευτική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία της θρησκείας – με χώρους όπου θα μπορούσα να ερμηνεύω ό,τι θέλω όπως θέλω, πρωτίστως χωρίς να προσβάλλω το δόγμα αλλά και, δευτερευόντως, χωρίς να περιορίζομαι απ’ αυτό.

Η τέχνη και ο στοχασμός δεν είναι θεολογία. Μόνο κατ’ εξαίρεση θεολογεί κανείς μέσω αυτών. Ας πούμε, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, πολυγραφότατος ποιητής, αφιέρωσε αρκετούς στίχους στην αποτύπωση θεολογικών αρχών ώστε να στηλιτεύσει αιρέσεις του καιρού του. Αλλά μιλάμε για τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η θεολογία χρησιμοποιεί την ποίηση ως όχημα – δεν πρόκειται για θρησκευτική ποίηση, αλλά για θεολογία σε μορφή ποίησης. Ο Δάντης, από την άλλη, δεν ήταν θεολόγος. Κι όμως, η Θεία Κωμωδία είχε ασύλληπτη συμβολή στην εικόνα που σχημάτισε η Δύση για θέματα όπως τον παράδεισο και την κόλαση. Μπορεί κανείς να θεωρήσει το ποίημα θρησκευτικό ή πολιτικό (εγώ το θεωρώ πολιτικό). Οπως και να ‘χει, συνομιλεί με τη θεολογία, αλλά δεν είναι πατερικό κείμενο, δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να διδαχθείς και να ερμηνεύσεις δογματικές αρχές. Και αυτό είναι το ωραίο. Μπορεί η εμπλοκή της Θείας Κωμωδίας σε δογματικές ερμηνείες να έχει προβληματάκια, αλλά δεν φταίει ο Δάντης γι’ αυτό. Ο ποιητής έγραψε μια εκπληκτική αλληγορία. Απ’ ό,τι ξέρω, δεν κήρυττε σε ναούς, δεν είχε ακολούθους, δεν έφτιαξε κάποιου είδους ανεξάρτητη Εκκλησία. Ηταν απλώς ένας πολιτευόμενος Γουέλφος (παπικός μπουρζουάς, η μία από τις δύο μεγάλες πολιτικές φατρίες της εποχής), που έλαβε μέρος και σε μάχη εναντίον των Γιβελίνων (βασιλόφρονες τσιφλικάδες, η άλλη μεγάλη φατρία), ενώ, μάλιστα, όταν οι Γουέλφοι διασπάστηκαν σε «Μαύρους» (πατρίς-θρησκεία) και «Λευκούς» (αριστεροχαρούμενοι), εντάχθηκε στους δεύτερους και τραμπουκίστηκε αρκούντως από τους πρώτους, που μέχρι και για υπεξαίρεση τον κατηγόρησαν, για την περίοδο που ήταν κάτι σαν υπερδήμαρχος Φλωρεντίας. Εν ολίγοις, ήταν ένας πολιτευόμενος λόγιος, που οικοδόμησε την ποίησή του με θρησκεία, Ιστορία, πολιτική και κάμποση κοινωνική ανθρωπολογία, αλλά βλέψεις Ευαγγελιστή δεν είχε. Ηταν καλλιτέχνης.

Εάν είχα γίνει δογματολόγος και άκουγα τους φοιτητές μου να αραδιάζουν στις εξετάσεις σάλτσες ξεσηκωμένες από τη Θεία Κωμωδία, πιθανότατα θα τους πετούσα στο κεφάλι τόμους της Patrologia Graeca. Θα φρόντιζα, όμως, να τους βρουν ξώφαλτσα (είναι κάνα δίκιλο έκαστος), μιας και κατά βάθος θα χαιρόμουν που εξερευνούσαν τους τόπους όπου «αυτή η απίστευτη ανάγκη για πίστη» (όπως είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου της Κρίστεβα) συναντιέται με την τέχνη. Δεν θα γίνονταν όλοι τους δογματολόγοι, στο κάτω-κάτω. Για κάποιους, ο Τζορτζ Στάινερ θα αποδεικνυόταν πολύ ωφελιμότερος του Ζακ-Πολ Μιν. Δεν είναι δική μου δουλειά να αποφασίσω τι μιλάει στην καρδιά καθενός.

Το θέμα δεν είναι να μην μπλέκεις τα πράγματα, αλλά να ξέρεις πού να πας όταν θες να τα μπλέξεις και πού όταν δεν θες. Ολα έχουν να κάνουν με τον συνειδητό προσανατολισμό. Ενας άνθρωπος που ρίχνει «ασεβή» μυθιστορήματα στις φλόγες ή ένας άλλος που πετάει καταγής πίνακες ζωγραφικής με τη μορφή της Παναγίας είναι άνθρωποι «αγεωγράφητοι» – χαμένοι στην ανοικειότητα, που τους τρομοκρατεί. Δεν διακρίνουν ολόγυρα τίποτα δικό τους. Δεν κατέχουν το δόγμα, για να ξέρουν ότι κανείς και τίποτα (πέρα από κανέναν ποπ δογματολόγο) δεν μπορεί να το αλλοιώσει. Δεν κατέχουν την τέχνη, για να ξέρουν ότι εκεί δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να υφίσταται αλλοίωση, αφού τα πάντα είναι συνομιλία. Αμφιβάλλω ότι οι άνθρωποι που επιτίθενται στην τέχνη για χάρη της θρησκείας ξέρουν τι κάνουν – δεν υπολογίζουν ότι ο θόρυβος γυρίζει μπούμερανγκ. Οσοι επιθυμούν να καταδυναστεύσουν την ελεύθερη τέχνη, της απαντούν με μια δική τους. Οσοι επιθυμούν να κατευθύνουν μέσω της πίστης, δεν την αντιπαραβάλλουν, αλλά την εμβολίζουν ησύχως.

Γι’ αυτό και λυπάμαι όσους θορυβούν – ξέρω πως είναι απλώς χαμένοι στην άγνοιά τους. Ο λόγος, η επιστήμη και η τέχνη βάλλονται πρώτιστα από τους γνώστες τους. Από εκείνους που μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να δέχονται χωρίς να έχουν ιδέα τι δέχονται, ή να απορρίπτουν χωρίς να έχουν ιδέα τι απορρίπτουν. Νομίζω, δηλαδή, ότι ο φανατισμός τελικά δεν προκύπτει σε συνθήκες όπου θεσμοποιείται η θρησκεία, αλλά σε συνθήκες όπου η θεολογία θεωρείται κλειστό κλαμπ. Κι αυτό είναι κάτι που μάλλον πρέπει να το κοιτάξουμε εδώ, στον διχασμένο α λα φλωρεντίν μικρόκοσμό μας.

Οταν η πείνα δεν είναι πια ταμπού

Διαβάζω στον βρετανικό Τύπο, περίλυπη, πλην όχι ακριβώς σοκαρισμένη, ολοένα και πληθυνόμενες ειδήσεις για βρετανούς πολίτες που νοσηλεύονται από υποσιτισμό ή πεθαίνουν από ασιτία. Οι περισσότεροι κάπου συγκλίνουν: είναι πάλαι ποτέ μεσαίοι ή μικρομεσαίοι και ανήκουν σε ευάλωτη ομάδα (μονογονείς, ΑμεΑ, ασθενείς σε ένα εύρος από καρκινοπαθείς έως διαβητικούς). Γιατί δεν είμαι σοκαρισμένη; Διότι δεν είναι πια ταμπού η πείνα στον δυτικό κόσμο, τουλάχιστον μεταξύ των πεινώντων. Πλέον ως φτώχεια δεν νοείται η αδυναμία να αγοράσεις καινούργιο αυτοκίνητο ή να πας διακοπές, αλλά η αδυναμία να εξασφαλίσεις επαρκή τροφή. Στον Τροπικό του Καρκίνου, όπου η (κυριολεκτική, σωματική) πείνα είναι μια έννοια-κλειδί, ο Μίλερ υπενθυμίζει συχνά στον αναγνώστη ότι δεν πρόκειται να καταλάβει τι εστί στ’ αλήθεια πείνα εάν δεν την έχει ζήσει. Συχνά περιοριζόμαστε στον Οργουελ όταν μιλάμε για δυστοπίες, αλλά έχουμε πολύ Μίλερ, Χάμσουν και Στάινμπεκ να διανύσουμε ακόμα.