Ολα δείχνουν ότι κάποια από τα κλασικά ερωτήματα μιας βουλευτικής εκλογής έχουν ήδη απαντηθεί.
Η ΝΔ θα είναι μάλλον καθαρά πρώτο κόμμα, με τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση.
Να είμαστε επιφυλακτικοί; Ασφαλώς.
Ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης συνομολόγησαν ότι το πρωί της 7ης Ιουλίου οι κάλπες θα είναι άδειες. Κι έχουν δίκιο. Η εκλογή προφανώς είναι και καινούργια και διαφορετική. Αλλά οι ψηφοφόροι θα είναι οι ίδιοι.
Προς το παρόν πάντως και έως ότου σημειωθεί ανατροπή ανάλογη του αείμνηστου Λαζάρου, βασικό ερώτημα της εκλογής διαμορφώνεται το εξής ένα: η αυτοδυναμία της ΝΔ.
Η αυτοδυναμία αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από τρεις παραμέτρους.
Πρώτον, από το ποσοστό της ΝΔ.
Δεύτερον, από το ποσοστό της ψήφου που δεν θα εκπροσωπηθεί στη Βουλή.
Τρίτον, από τον αριθμό των κομμάτων που θα μπουν στη Βουλή.
Η αυτοδυναμία αυτή ΔΕΝ εξαρτάται από τη διαφορά της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ ή από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ ή του ΚΚΕ – των κομμάτων δηλαδή που θεωρείται βέβαιο ότι θα εκπροσωπηθούν στο νέο Κοινοβούλιο.
Με άλλα λόγια, η κοινοβουλευτική δύναμη της ΝΔ θα προκύψει αποκλειστικά από την εκλογική επίδοσή της, από την αποχή και από τον αριθμό των κομμάτων που θα περάσουν το όριο του 3%.
Η αποχή είναι εξαιρετικά αστάθμητος παράγοντας. Ακόμη περισσότερο που δεν έχουμε προηγούμενο βουλευτικών εκλογών μέσα Ιουλίου, ούτε έναν μήνα μετά από ευρωπαϊκές και τοπικές εκλογές, ούτε με σχεδόν προεξοφλημένο εκλογικό αποτέλεσμα.
Στις 26 Μαΐου ψήφισαν περίπου 350.000 ψηφοφόροι περισσότεροι από τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Και περίπου 400.000 λιγότεροι από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015.
Τώρα πού θα κάτσει η μπίλια; Οι ειδικοί λένε πιο κοντά στον Σεπτέμβριο παρά στον Ιανουάριο. Αλλά θα δούμε.
Το ύψος της αποχής ίσως επηρεάσει και τον αριθμό των κομμάτων που θα μπουν τελικά στη Βουλή. Εως τώρα τρία κόμματα κινούνται (σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις) στο όριο του 3% – λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω: η Χρυσή Αυγή, ο Βελόπουλος και ο Βαρουφάκης.
Κανένα άλλο προγνωστικό δεν είναι ασφαλές έως τις 7 Ιουλίου. Μπορεί να μπουν και οι τρεις, μπορεί οι δύο, μπορεί και κανένας.
Ποιος σοβαρός άνθρωπος έχει την ικανότητα δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές και με άγνωστο επίπεδο εκλογικής συμμετοχής να προβλέψει ποιος θα πάει στο 3,2% και ποιος θα μείνει στο 2,8%;
Πολύ φοβούμαι ότι αυτοί οι δύο αστάθμητοι παράγοντες (αποχή και αριθμός κομμάτων στη Βουλή) θα μας συνοδεύσουν έως τις κάλπες.
Ιδίως αν η προεκλογική εκστρατεία συνεχιστεί στο ίδιο χαλαρό και ξεκούδουνο κλίμα με το οποίο εξελίσσεται έως τώρα.
Και ακόμη περισσότερο αν η αυτοδυναμία της ΝΔ χρειαστεί να προσδιοριστεί όχι μόνο αριθμητικά αλλά και πολιτικά. Διότι άλλο πολιτικό μέγεθος είναι μια αυτοδυναμία με 151-152 έδρες και άλλο μια αυτοδυναμία με 158-160.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο Μητσοτάκης θα διαθέτει ένα τεράστιο κεφάλαιο πολιτικής σταθερότητας.
Στην πρώτη, παίζεται. Ιδίως αν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ εκλεγούν βουλευτές με διαφορετικά κέντρα αναφοράς, αποκλίνουσες ατζέντες και άλλες επιδιώξεις από τον αρχηγό της.
Συνεπώς η πολιτική σταθερότητα δεν εξαρτάται απλώς από την ύπαρξη αυτοδυναμίας της ΝΔ, ούτε μόνο από το εύρος της αυτοδυναμίας.
Εξαρτάται και από το ποιοι θα συγκροτούν την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλαδή ποιους θα επιλέξουν οι ψηφοφόροι της. Να θυμίσω ότι το 2016 που εξελέγη ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ζήτημα αν τον υποστήριξαν δυο-τρεις εν ενεργεία βουλευτές.
Ούτως ή άλλως βεβαίως οι επίφοβοι είναι λίγο-πολύ γνωστοί. Τους ξέραμε από το παρελθόν. Τους μάθαμε και τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ δεν φημίζεται για την πρωτοτυπία της. Τα πρώτα σποτ «μην ανησυχείς», «μην τολμήσεις» και «μην ψηφίσεις» ήταν ξεπατικωτούρα από τη διαφημιστική εκστρατεία του Independent.
Εως εδώ, καλά. Ας πούμε ότι το πρόβλημα το έχει ο Independent.
Το νέο σποτ όμως περιέχει μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ή κυνισμό. Το σύνθημα στο οποίο καταλήγει είναι «Τώρα η χώρα μας ανήκει».
Τους ανήκει; Μπα; Πού το βρήκαν;
Ως προς την ειλικρίνεια, δεν έχω να πω κάτι. Είμαι βέβαιος ότι το πιστεύουν. Τεσσεράμισι χρόνια τώρα συμπεριφέρονται σαν τους χάρισε κάποιος την Ελλάδα ή σαν να την έχουν κατακτήσει.
Αν δεν απατώμαι όμως ο τελευταίος που την κατέκτησε ήταν ο στρατάρχης Βίλχελμ Λιστ, το 1941.
Ως προς τον κυνισμό, δεν υπάρχουν αμφιβολίες. Μόνο μια κυνική Αριστερά όπως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να καμαρώνει ότι της ανήκουμε.
Ολοι οι υπόλοιποι γνωρίζουμε ότι η χώρα δεν ανήκει σε κανέναν. Ή για την ακρίβεια, ανήκει σε όλους τους Ελληνες εξ αδιαιρέτου.
Αυτή είναι η έννοια του έθνους. Και αυτή είναι και η λογική της δημοκρατίας.
Προσωπικά αρνούμαι να δεχθώ ότι η Ελλάδα είναι όμηρος της εκάστοτε κυβέρνησής της και ακόμη λιγότερο ότι οι πολίτες της είναι αιχμάλωτοι κάθε Τσίπρα, Πολάκη ή Παππά.
Αρνούμαι δηλαδή να δεχθώ ότι η χώρα ανήκει σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ ή ότι χθες ανήκε στο ΠαΣοΚ και αύριο θα ανήκει στη ΝΔ.
Η δήλωση όμως δεν είναι τυχαία. Κανένα άλλο κόμμα από καταβολής δημοκρατίας δεν είχε διεκδικήσει με τέτοιο θράσος την ιδιοκτησία της χώρας. Ισως επειδή κανένα άλλο κόμμα από καταβολής δημοκρατίας δεν είχε διακηρύξει δικαιωματικά την υπεροχή του.
Θέμα αλαζονείας; Ισως. Θέμα ιδεολογίας και πολιτικών καταβολών; Πιθανόν. Πάντα η Αριστερά κομπάζει υπέρ του εαυτού της.
Δεν αποκλείω όμως να είναι και απλή κακομαθησιά. Η κακομαθησιά του χαϊδεμένου κανακάρη που πάει στο σχολείο κι η μάνα του τον νομίζει Θεό όταν είναι απλώς τενεκές. Υποψιάζομαι ότι πολλοί τέτοιοι κανακάρηδες κυκλοφορούν στα ανώτατα κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ.
Ευτυχώς τα διαφημιστικά σποτ μένουν συνήθως διαφημιστικά σποτ.
Καλού-κακού όμως υποθέτω ότι οι έλληνες ψηφοφόροι θα φροντίσουν να διαμηνύσουν προς όλους πως η πατρίδα τους δεν ανήκει σε κανέναν ακόμη λιγότερο στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δύο εβδομάδες έμειναν!
Βρήκε τα λεφτά!
Δεν είναι εύκολος ο ρόλος του Γιώργου Παπανδρέου. Επιμένει να διατηρείται με κάποιον τρόπο στο προσκήνιο, παρότι η κοινή γνώμη τού έχει χρεώσει την χρεοκοπία του 2010.
Να δεχθώ ότι θεωρεί πως αδικήθηκε. Ανθρώπινο.
Περισσότερο όμως αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του όταν περιφέρεται χρεώνοντας στους άλλους τα δικά του λάθη, ολιγωρίες και παραλείψεις ή όταν αντιδικεί με τον Καραμανλή για την προηγούμενη δεκαετία.
Και ακόμη περισσότερο τον αδικεί όταν η κριτική στους άλλους δεν συνοδεύεται από κάποια πειστική και γενναιόδωρη αυτοκριτική.
Διότι όταν ισχυρίζεται ότι όχι μόνο «λεφτά υπήρχαν» (όπως διαβεβαίωνε προεκλογικά) αλλά και ότι «τα βρήκε» από την… ηλεκτρονική συνταγογράφηση, τότε απλώς γελάει και το παρδαλό κατσίκι!