Μια κοινότητα ευαίσθητων πολιτών σχηματίζεται στο άψε-σβήσε. Με το πρώτο άκουσμα της είδησης. Ενας χτύπος στην καρδιά. Μια θλίψη. Ενας πόνος. Μια σπουδαία υπενθύμιση της ανθρώπινης υπόστασής μας. Η ενδόμυχη ανακούφιση παραμονεύει. Ορμά και μας αγκαλιάζει. Κι εμείς έκθαμβοι και σαν από θαύμα έκπληκτοι αναφωνούμε «Δες πώς συγκινούμαι», «Μα δες! Κάνω σαν να είναι δικό μου το παιδί».
Οι πιο τολμηρά ανθρώπινοι συμπολίτες μας κάνουν ένα βήμα παραπέρα: «Θα μπορούσα να το περιθάλψω αυτό το παιδί. Να του προσφέρω την αγάπη, τη στοργή που δεν έζησε». Πληθώρα τηλεφωνημάτων για υιοθεσία κατέκλυσαν το νοσοκομείο. Εκεί που θα άφηνε την τελευταία του πνοή ο εγκεφαλικά νεκρός Αγγελος. Ενας καταιγισμός ανθρώπινων συναισθημάτων. Η εισβολή μιας αλλόκοτης ζεστασιάς. Μια όαση, δηλαδή, σε άνυδρους καιρούς. Ή έστω μια μικρή ανάσα δροσιάς στην έρημο.
Το δώρο ενός Αγγέλου. Σε καιρούς απροκάλυπτου μίσους, απέχθειας και δυσανεξίας απέναντι στον ξένο και τον ευάλωτο, στους καιρούς των απελάσεων και των χαμένων πατρίδων. Στην εποχή μιας επικείμενης οικολογικής καταστροφής, ενώ ήδη σείεται το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, άνοιξαν οι ουρανοί και νιώσαμε για μια στιγμή προστάτες του πιο αθώου όλων των επί γης πλασμάτων.
Τι μας στοίχισε; Τόσο πολλά για τόσο λίγα. Για μια στιγμή, ονειρευτήκαμε τον εαυτό μας, για μια μόνο στιγμή, με ανοιχτά τα χέρια. Προτού κλείσουν και πάλι, σφιχτά και περίτρανα στα του «οίκου» μας. Στα στενά όρια του οίκου μας, που δεν έχει χώρο ούτε για μια τόση δα μικρή αναλαμπή ανοίγματος, στον ολοένα και πιο στενάχωρα περίκλειστο πλανήτη μας.
Ενα τρίχρονο πλάσμα που στο κορμάκι του δεν έχει μείνει σπιθαμή άθικτη από τη βία εκείνων που είχαν την ιερή ευθύνη της προστασίας του. Της φροντίδας μιας νεογέννητης ζωής. Οταν ο φροντιστής μεταμορφώνεται σε δήμιο κλονίζονται συθέμελα οι βασικές συντεταγμένες της ύπαρξης. Η γη τρέμει κάτω από τα πόδια μας. Σαν κάτοικοι της νήσου Σαντορίνης. Και γύρω μας να καραδοκούν, ως αδηφάγοι μαυραγορίτες, οι πωλητές εισιτηρίων μιας πρόσκαιρης εξόδου από την κόλαση.
Πρόσκαιρος ο κλονισμός. Η κανονικοποίηση δεν αργεί. Είναι ήδη εδώ. Η υπερβολή της είδησης από τα ΜΜΕ αποδραματοποιεί το δράμα, το αδειάζει από τη φρίκη του.
Συλλογίζομαι έναν νεολογισμό με σημείο αναφοράς τον όρο «αλεξιθυμία». Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «αλεξιθυμοποιούν» το δράμα, την οδύνη. Η αλεξιθυμία είναι η κατάσταση εκείνη που χαρακτηρίζει όλους εκείνους που δυσκολεύονται με την έκφραση των συναισθημάτων τους. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «αλέξω» (απομακρύνω, απωθώ, αλλά και προστατεύομαι) και τον «θυμό» (το συναίσθημα). Σημαίνει δηλαδή απωθώ, προστατεύομαι από το συναίσθημα. Σαν να κουβαλώ πάντα μαζί μου ένα αλεξίσφαιρο, ένα αλεξικέραυνο. Με πόση ευκολία και μαεστρία η χρηστική εποχή μας δεν καλλιεργεί την απομάκρυνση από το συναίσθημα του πόνου και της οδύνης; Με πόση βιασύνη δεν συντελείται η τακτοποίηση της συλλογικής οδύνης; Ηδη μια αχνή ανάμνηση ο μικρός Αγγελος. Πάμε για άλλα.
Ενας χρηστικός, ψύχραιμος και εντός εισαγωγικών «λειτουργικός» άνθρωπος έρχεται στο προσκήνιο. Είναι εκείνος που εκπαιδεύεται να τιθασεύει τις συγκινήσεις του. Για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής, ως προσφιλή άμυνα προστασίας χρησιμοποιεί την καταστολή του θυμικού. Ο χρηστικός (ή αλεξιθυμικός) άνθρωπος είναι ο «γενναίος» άνθρωπος της εποχής μας.
Υπάρχει ένα παράδοξο στον κάθε περί θανάτου λόγο. Για το ασυνείδητο, όπως άλλωστε και για ένα μικρό παιδί, ο θάνατος δεν υπάρχει. Θα πω ότι και για τα ΜΜΕ δεν υφίσταται θάνατος. Υπάρχει μόνο η εικόνα, το «φαίνεσθαι» του θανάτου. Υπάρχει μόνο η δραματικοποίησή του, η εμπορευματοποίηση, η εικονολαγνική υπερπροβολή ενός συγκινησιακά φορτισμένου σεναρίου. Υπάρχει μόνο το άδειασμα του θανάτου από την οδύνη του. Υπάρχει μόνο το άδειασμα της καταστροφής από το ρίγος της.
Επίκουρος, ένας προσφιλής φιλόσοφος. Είναι εκείνος που πιο πολύ προσπάθησε να απαλύνει μέσα από τη σκέψη του τον φόβο και να μας εξοπλίσει με επιχειρήματα ενάντια στο άγχος του θανάτου. «Γιατί να τον φοβάμαι τον θάνατο, όταν εκείνος είναι εδώ, εγώ δεν είμαι». Κάτι αντίστοιχο θα πω ότι συμβαίνει με τον αφοσιωμένο τηλε-θεατή.
«Μα γιατί να τον φοβάμαι τον θάνατο, έχω πάρει, έχω εκτεθεί σε τόσο υπερβολικές δόσεις θανάτου, ώστε όταν εκείνος θα είναι εδώ, εγώ δεν θα είμαι, θα έχω εκτεθεί άπειρες φορές στο θέαμά του που κατά κάποιον τρόπο θα έχω γίνει απρόσβλητος… Αθάνατος μέσω της κατάχρησης των δόσεων θανάτου που ως θέαμα έχω καταβροχθίσει».
Το δέλεαρ της αθανασίας σε έναν πλανήτη που αυτοκαταβροχθίζεται και οδηγείται με βήμα ταχύ σε ένα κλιματικό και γεωπολιτικό ολοκαύτωμα.
Μιλάμε… γράφουμε… κείμενα και λόγια έμπλεα καλών συναισθημάτων. Κι όμως, οι λέξεις και τα λόγια ήσαν πάντα πιο φτωχά, πιο δόλια απ’ ό,τι είχαμε θελήσει. Η έκφραση ψυχορραγεί. Υποκύπτει στη βολή μιας ξεδιάντροπης, μεταμφιεσμένης ανεμελιάς. Δεν υπάρχει τίποτα τόσο αποτρόπαιο ώστε να μην μπορεί να συμβεί.
Θυμός, αγανάκτηση, ντροπή, απελπισία, τρόμος. Ανενόχλητες επιμένουν οι καταγραφές της ευαισθησίας μας. Ραντίζουμε με σταγόνες ανέξοδης ευαισθησίας τους νεκρούς μας. Ομως οι νεκροί θα αξίωναν μια στάλα σιωπής σε ένδειξη σεβασμού στη ζωή που δεν έζησαν, στη ζωή που κανείς δεν θα ζήσει στη θέση τους. Και συνεχώς πληθαίνουν στον κόσμο οι μελλοθάνατοι κάθε ηλικίας και κάθε χρώματος και φυλής.
Ανάμεσα στην ιδέα και στην πράξη πέφτει η σκιά. Σκιές παντού. Σκιές και σκιαμαχίες. H ώρα μιας εκκωφαντικής σιωπής;
Πώς όμως να στερήσεις από τον ορίζοντα της σκέψης σου το ενδεχόμενο μιας τόσο δα μικρής κι ανεπαίσθητης ρωγμής που λαθραία θα επιτρέψει να περάσει τo φως;
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.