Την 1η  Ιανουαρίου 1822 το ελληνικό έθνος, «το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν», κήρυξε στην Επίδαυρο την πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία. Και ψήφισε συγχρόνως το «προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος», το αποκαλούμενο Σύνταγμα της Επιδαύρου.

Στο πρώτο επίσημο κείμενο της εθνικής μας κυριαρχίας, οι Επαναστάτες του ’21, «συνηγμένοι … εις Εθνικήν Συνέλευσιν», διατυπώνουν σε τέσσερις φράσεις – όχι από εκείνες στις οποίες έχει αποδοθεί πρώτιστη σημασία – αυτό που ήθελαν να επιτύχουν με την Επανάστασή τους. Φράσεις που αποκαλύπτουν, με τον υψηλό συμβολισμό τους, το ιστορικό βάθος της Επανάστασης.

Πρώτη φράση

«…αι πολιτικαί και εγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν έχουσιν τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων».

Η λέξη «ημών» έχει, στη φράση αυτή, ιδιαίτερη σημασία: δηλώνει εμφανώς ότι οι Επαναστάτες αισθάνονται τους Χριστιανούς Αυτοκράτορες της «Κωνσταντινουπόλεως» – όπως το 1823 συμπληρώνουν στο Αστρος τη φράση – ως τους δικούς τους Αυτοκράτορες.

Μπορεί, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής δυναστείας, οι Ρωμηοί να μην είχαν ανακτήσει την ελληνική εθνική συνείδηση, να μην αυτοπροσδιορίζονταν δηλαδή με αναγωγή στο λαμπρό παρελθόν τους, όπως οι φιλέλληνες τους ωθούσαν, όμως μύθοι όπως του μαρμαρωμένου βασιλιά τούς ένωναν, ενσαρκώνοντας το νόημα που είχε γι’ αυτούς η λέξη Πατρίδα.

Στην ιερά κατήχηση, τα παιδιά των Ρωμηών γαλουχούνταν κρυφά – αυτό ήταν ίσως το περίφημο κρυφό σκολιό –  στην ιδέα ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι».

Το όραμα της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης ήταν το όραμα του Ρήγα Φεραίου, που διακήρυττε μια συνολική επανάσταση υπό την ελληνική καθοδήγηση όλων των καταπιεσμένων βαλκανικών πληθυσμών. Ηταν το όραμα της Φιλικής Εταιρείας, που σκόπευε να ξεκινήσει την Επανάσταση από την Κωνσταντινούπολη. Ηταν και το όραμα όσων απελευθερωμένων πλέον Ελλήνων έβλεπαν την Αθήνα, ή όποια άλλη πόλη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ως προσωρινή πρωτεύουσα, μέχρι το «Γένος» να ανακτήσει τα δικαιώματά του στη «Βασιλεύουσα».

Δεύτερη φράση

«Η σφραγίς της Διοικήσεως φέρει σημείον χαρακτηριστικόν την Αθηνάν μετά των συμβόλων της φρονήσεως».

Ως «Διοίκηση» οι Επαναστάτες αντιλαμβάνονταν στο Σύνταγμα που ψήφισαν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία μαζί, δηλαδή το Κράτος, πλην της δικαστικής εξουσίας. Στο Κράτος τους λοιπόν ορίζουν ως «σημείον χαρακτηριστικόν» όχι τον φοίνικα, όπως η Φιλική Εταιρεία, ούτε τον σταυρό, σημείο της πίστης τους, αλλά «την Αθηνάν μετά των συμβόλων της φρονήσεως».

Και για μεν την απόρριψη του φοίνικα είναι βέβαιο ότι δεν θέλησαν η εθνική τους επανάσταση να ταυτιστεί με πολιτικές κινήσεις συνωμοτών κατά της κρατούσης τότε στην Ευρώπη απολυταρχικής τάξης.

Ομως, αντί του σταυρού, η Αθηνά και η ιδέα της φρόνησης εμπεριείχαν έναν διττό συμβολισμό. Συμβόλιζαν, έστω και μόνο για τη Διοίκηση, την εθνική ταυτότητα των Επαναστατών, των Ελλήνων, που συνειδητοποιούν τις προγονικές τους ρίζες και που διεκδικούν την εθνική τους κληρονομιά. Αλλά συμβόλιζαν συγχρόνως, με την κοσμική ιδέα που προέβαλλαν, τον ορθολογικό χαρακτήρα της κρατικής οντότητας, την ύπαρξη της οποίας διακήρυτταν.

Το Σύνταγμα ψηφίστηκε όντως «εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος», και πράγματι διακηρύχθηκε σε αυτό ότι «η επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνικήν Επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας».

Ωστόσο, το Κράτος είναι δημοκρατικό, όχι θεοκρατικό.

Οπως χαρακτηριστικά διευκρινίστηκε έναν χρόνο μετά στο λεγόμενο Σύνταγμα του Αστρους, τα μέλη της Διοικήσεως δίνουν μεν θρησκευτικό όρκο, αλλά τον δίνουν ενώπιον «του κοινού», όχι εντός ναού ή διά του κλήρου.

Τρίτη φράση

«Το Εκτελεστικόν σώμα σύγκειται εκ πέντε μελών εκλεγομένων εκτός των μελών του Βουλευτικού».

Ως «Εκτελεστικόν σώμα» το κείμενο δεν εννοεί αυτό που αντιλαμβανόμαστε σήμερα ως σύνολο των υπουργών. Εννοεί τον αρχηγό του Κράτους, που τον θέλει με πέντε κεφαλές.

Τερατώδης ιδέα θα έλεγε κανείς, εμπεριέχουσα το σπέρμα του διχασμού, ή, θα έλεγε άλλος, άχρηστη μίμηση ενός παρωχημένου γαλλικού επαναστατικού μοντέλου.

Ομως το πενταμελές Εκτελεστικό ικανοποιούσε μία επιτακτική ανάγκη. Οπως φάνηκε σαφέστατα από τη γεωγραφική προέλευση των προσώπων που ορίστηκαν στη συνέχεια για να το στελεχώσουν, ο καθένας τους προερχόταν από μία διαφορετική περιφέρεια της απελευθερωμένης Ελλάδας: τη Νοτιοανατολική και τη Βορειοδυτική Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου. Οι τοπικοί άρχοντες και οι πολέμαρχοι είχαν τις δικές τους ιδιαίτερες πατρίδες, όπως στις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας, και ήταν αδύνατο να ενωθούν υπό την ηγεσία ενός προσώπου. Το πενταμελές εκτελεστικό, υποχρεώνοντας σε συνύπαρξη στο ίδιο όργανο τους πέντε διαφορετικούς τοπικισμούς, επιχείρησε να σμιλέψει την εθνική ενότητα.

Ηταν μια σύγχρονη αμφικτιονία, που συγκροτήθηκε για να άρει τη διάσπαση και να ενώσει. Και τα κατάφερε το 1827 με το Σύνταγμα της Τροιζήνας, έστω και αν χρειάστηκαν δύο εμφύλιοι για να πειστούν οι Επαναστάτες πόσο σημαντική για τον Αγώνα τους ήταν η ομόνοια.

Τέταρτη φράση

«Ολοι οι Ελληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουν το αυτό δικαίωμα. δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιώτης εκάστου».

Στο πρώτο Σύνταγμα δεν υπήρξε διακήρυξη θεμελιωδών δικαιωμάτων. Yπήρξε μόνο ένα σύντομο τμήμα από επτά λιτά άρθρα αφιερωμένα στα «γενικά δικαιώματα των κατοίκων της Επικράτειας».

Ολα τα άρθρα έχουν έναν κεντρικό άξονα, την ισότητα.

Ισότητα που αφορά μόνο τους Ελληνες, όπως ειδικώς η έννοια του Ελληνα ορίζεται. Ισότητα που αφορά την όμοια μεταχείριση των Ελλήνων από τον νόμο και την πρόσβασή τους στα δημόσια αξιώματα. Ισότητα που, όπως διευκρινίζεται, δεν αποκλείει την προστασία της ιδιοκτησίας τους.

Οι Επαναστάτες πολέμησαν «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Πολέμησαν όμως – ο άκληρος λαός – και για τη διανομή των τεράστιων «εθνικών γαιών», έχοντας την προσδοκία μιας δίκαιης πρόσβασης σε ένα κομμάτι γης που θα τους εξασφάλιζε τις οικονομικές προϋποθέσεις της ελευθερίας τους.

Γιατί η ισότητα περί την οποία πρόκειται είναι ισότητα στην τιμή και την ασφάλεια, όχι στον πλούτο. Είναι η ισότητα του πολίτη της αρχαίας Αθήνας, που αναβιώνει.

Υπάρχει αντίφαση μεταξύ των τεσσάρων φράσεων που παρατέθηκαν;

Μπορεί. Αλλά δεν έχει σημασία. Ο,τι έχει είναι αυτό που κρύβεται σ’ αυτές, αυτό που μας αποκαλύπτεται από αυτές. Οτι δηλαδή οι Επαναστάτες θέλησαν την ανάκτηση των εθνικών τους δικαίων προβάλλοντας μιαν εθνική ταυτότητα που αξιοποιούσε την προγονική τους κληρονομιά.

Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.