Στην κυβέρνηση είναι δικαίωμά της να επανεξετάσει ή να μην επανεξετάσει τις 1.047 φοροαπαλλαγές που αυτή τη στιγμή παρέχει το ελληνικό κράτος και στοιχίζουν στον προϋπολογισμό σχεδόν 13 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δεν έχει ωστόσο καμία σχέση με το θέμα που ανέκυψε πρόσφατα και έσπευσε να διαψεύσει η κυβέρνηση. Αυτό που είπε ο Γιάννης Στουρνάρας, και προφανώς παρερμηνεύτηκε, είναι η αξιολόγηση των δαπανών του προϋπολογισμού και αν ικανοποιούν το κριτήριο βοήθειας των πραγματικά ευάλωτων. Αν πιάνουν τόπο.
Αν δηλαδή όλες αυτές οι παροχές που φεύγουν από το κρατικό ταμείο καταλήγουν σε αυτούς που πραγματικά τις χρειάζονται και κυρίως τις δικαιούνται. Σε αυτές μπορεί να περιλαμβάνονται και φοροαπαλλαγές, αλλά και κοινωνικά επιδόματα.
Η διαδικασία της τακτικής αξιολόγησης όλων αυτών των παροχών ανακαλύφθηκε ως διαδικασία στα χρόνια της κατάρρευσης της χώρας, την προηγούμενη δεκαετία, έχει ατονήσει εδώ και πολλά χρόνια, αν και είναι καθήκον κάθε σοβαρής χώρας να το κάνει σε μόνιμη βάση. Αυτό ζητεί να επανεκκινήσει ο κεντρικός τραπεζίτης, όχι από κάποια ιδιοτροπία. Ούτε γιατί είναι απλά το σωστό.
Αλλά γιατί στη φάση που είμαστε δεν μας περισσεύει ξανά ούτε ευρώ.
Αντίθετα, χρειαζόμαστε κάθε διαθέσιμο πόρο για επενδύσεις. Πολλές δημόσιες επενδύσεις που θα βοηθήσουν τη χώρα να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες γεωπολιτικές και όχι μόνο κρίσεις, αλλά θα οδηγήσουν και στην κάλυψη του τεράστιου επενδυτικού κενού που μας έχει κληρονομήσει η προηγούμενη δεκαετία.
Το στοίχημα είναι, λοιπόν, πιο μεγάλο από ό,τι φαίνεται εκ πρώτοις, καθώς αφορά επενδύσεις που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μεγαλύτερης παραγωγής και θα συμβάλουν στην κάλυψη του μεγάλου ελλείμματος του ιδιωτικού τομέα, που παραμένει το έλλειμμα του εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας.