Το Foreign Policy Research Institute, μια μη κομματική δεξαμενή σκέψης που εστιάζει σε θέματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, πραγματοποίησε το 2022 μια εκδήλωση με θέμα «Βαϊμάρη Forever: Πώς ο σημερινός κόσμος προσομοιάζει με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης».
Ομιλητής ήταν ο συγγραφέας Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν, ο οποίος διαπίστωσε ορισμένες ανησυχητικές αναλογίες του κόσμου σήμερα με εκείνον της εποχής της πρώτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Γερμανία μετά το τέλος του Kaiserreich.
Τα δεδομένα εκείνης της εποχής, όπως η αγεφύρωτη πολιτική πόλωση, η βαθιά παγκόσμια ύφεση και οι έντονες κοινωνικές ανισότητες που έδωσαν ώθηση σε εξτρεμιστικές και εγκληματικές δυνάμεις να αναδειχθούν στην πολιτική αρένα είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που υπάρχουν σήμερα.
Ωστόσο, εντοπίζονται κάποιες «ενδιαφέρουσες ομοιότητες» που επικαιροποιούν καταστάσεις ευθραυστότητας του δημοκρατικού συστήματος ακόμη και στην καρδιά του δυτικού κόσμου. Οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της γεωπολιτικής «συμπίεσης» και των τεχνολογικών αλλαγών, σύμφωνα με τον Κάπλαν, σε συνδυασμό με την αύξηση της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τη δραματική μείωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, επιδεινώνουν την πολιτική πόλωση και διαβρώνουν την κοινωνική συνοχή.
Η συζήτηση γύρω από την πιθανότητα αναβίωσης στη σημερινή συγκυρία του «φαντάσματος της Βαϊμάρης», συνθηκών δηλαδή που επικρατούσαν στη Γερμανία την περίοδο της Aνάπηρης δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Heinrich A. Winkler, εκδ. Πόλις, 2011), έχει κάνει το ντεμπούτο της στον ευρωπαϊκό Τύπο – από το σοσιαλδημοκρατικό Vorwärts μέχρι την αστική συντηρητική FAZ.
Παρότι οι τόνοι στα δημοσιεύματα αυτά είναι διερευνητικοί και κριτικοί αποφεύγοντας τις στείρες ιστορικές αναλογίες, προβληματίζουν ωστόσο η επίμονη και ταυτόχρονη ύπαρξη φαινομένων όπως είναι η αποσύνδεση των ψηφοφόρων από τα κόμματα, ο εντεινόμενος κομματικός κατακερματισμός με υποχώρηση αφενός της εκλογικής δύναμης των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων και αφετέρου της εντυπωσιακής εκλογικής ανόδου της άκρας δεξιάς.
Τα φαινόμενα αυτά, σε συνδυασμό με την ανάδειξη ενός ιδεολογικά ανομοιογενούς και πολιτικά αδίστακτου δικτύου αυταρχικών ηγετών και καθεστώτων – όπως της Ρωσίας, της Κίνας, του Ιράν, αλλά και της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σερβίας, της Λευκορωσίας, χωρών της Λατινικής Αμερικής, κ.λπ. – που η Ανν Απλμπαουμ αποκαλεί Απολυταρχία Α.Ε. (εκδ. Παπαδόπουλος 2024), δημιουργούν αβεβαιότητα ως προς την ανθεκτικότητα των δημοκρατικών αξιών και αμηχανία ως προς τον τρόπο ανάσχεσης της αυταρχικής επιρροής.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ θέτει με ακόμη πιο επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της αποδοχής και διάδοσης των αυταρχικών προτύπων καλλιεργώντας φόβους για ένα πλανητικό πολιτικό ντόμινο όσον αφορά τη χαλάρωση των δημοκρατικών αξιών και υπονόμευσης της δημοκρατίας παγκοσμίως.
Η τακτική δυσφήμησης της δημοκρατίας, η οποία προβάλλεται από το δίκτυο των λαϊκιστικών και αυταρχικών καθεστώτων ανά τον κόσμο ως ανίσχυρη να προασπίσει την εθνική κυριαρχία και τις παραδοσιακές αξίες και να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών, βρίσκει εύφορο έδαφος σε μια συγκυρία παρατεταμένης ρευστότητας στις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου: μόνο την τελευταία δεκαετία στην Ευρώπη υπήρξαν περισσότερες από τριάντα περιπτώσεις πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, απόρροια πολιτικών και οικονομικών κρίσεων και αυξημένης κοινωνικής δυσαρέσκειας, ενώ στη χορεία των χωρών με πολιτική αστάθεια συγκαταλέγονται πλέον και πάλαι ποτέ σταθερές δημοκρατίες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Η τελευταία βρίσκεται καθ’ οδόν για πρόωρες εκλογές μετά την κατάρρευση του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων. Το ενδεχόμενο, ωστόσο, οι εκλογές που θα λάβουν χώρα τους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου να μην μπορέσουν να θεραπεύσουν το πρόβλημα κυβερνησιμότητας που ταλανίζει τη Γερμανία και ο σχηματισμός κυβέρνησης να αποδειχθεί ένα εξίσου δύσκολο παζλ και μετά τις επερχόμενες εκλογές αποτελεί ένα πιθανό σενάριο, ευνοϊκό μάλιστα για τις προοπτικές της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).
Το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας αρχίζει να απασχολεί και την εγχώρια πολιτική σκηνή. Παρότι το εκλογικό ραντεβού είναι για το καλοκαίρι του 2027 και η παρουσία της Νέας Δημοκρατίας εμφανίζεται ισχυρή αλλά όχι πλέον κυρίαρχη, τα δεδομένα έχουν χαρακτηριστικά ρευστότητας όσον αφορά τόσο την ανθεκτικότητα της κυβέρνησης όσο και τη δυναμική της αντιπολίτευσης.
Ενα ζήτημα που απασχολεί είναι ο κομματικός κατακερματισμός με – βάσει των τελευταίων δημοσκοπήσεων – εννέα με δέκα κόμματα να υπερβαίνουν το όριο του 3% που εξασφαλίζει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, εκ των οποίων τα τρία βρίσκονται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας συγκεντρώνοντας αθροιστικά στην εκτίμηση ψήφου από 16,5 έως 19 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό συγκεντρώνουν τα κόμματα με δυνητική κοινοβουλευτική παρουσία στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Με χαρακτηριστικά πολιτικού «ταραξία» τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα στα έσχατα του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα, όχι μόνο οι κοινοβουλευτικές λειτουργίες αλλά και η ίδια η διακυβέρνηση θα καταστούν πιο περίπλοκες ως διαδικασίες, ενώ η έκλυση ριζοσπαστικού-λαϊκιστικού λόγου και αντίστοιχων πρακτικών μπορεί να πλήξουν καίρια την ποιότητα της δημοκρατίας.
Αν οι «συνθήκες Βαϊμάρης» είναι μακρινές, οι πολιτικές ακρότητες της πρώτης Μνημονιακής περιόδου παραπέμπουν σε κοντινά βιώματα που η Δημοκρατία έχει ευθύνη να μη διευκολύνει την εργαλειοποίησή τους.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).