Επρεπε να περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι ο υπουργός Οικονομικών, αντιμετωπίζοντας την μήνιν των λογιστών (και των συζύγων τους!) για να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα με τη μη έγκαιρη υποβολή των φορολογικών δηλώσεων και την ανάγκη παρατάσεων βρισκόταν στη δημόσια διοίκηση.

Σε μια πιο διευρυμένη εκδοχή, τα συχνά αιτήματα παρατάσεων σε οποιαδήποτε υποχρέωση προς το κράτος και η συνήθης ικανοποίησή τους για δεκαετίες, αποτελούσε και αποτελεί και πρόβλημα του πελατειακού κράτους, του πολιτικού συστήματος της χώρας εν γένει.

Ειδικά όμως για τις φορολογικές δηλώσεις, το «πάρτι παρατάσεων» ήταν διαχρονικό και δημιουργούσε και πολλή φασαρία. Το 2021 έσπασε κάθε ρεκόρ, καθώς η υποβολή των δηλώσεων έφτασε να παραταθεί έως τις 15 Σεπτεμβρίου, γεγονός που οδήγησε στην ανάγκη να πληρωθούν οι δύο πρώτες δόσεις του φόρου εισοδήματος δύο μέρες, μετά στις 17 Σεπτεμβρίου, σχεδόν με τα πρωτοβρόχια. Τότε ένα μέρος της ευθύνης της καθυστέρησης αποδόθηκε στην… COVID.

Πέρυσι όμως άλλοι ήταν οι υπεύθυνοι. Για παράδειγμα, δεν άνοιξε εγκαίρως η πλατφόρμα. Συνήθως ασχολούμαστε με την προθεσμία υποβολής, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα σχεδόν κάθε χρόνο και πέρυσι ήταν ότι η πλατφόρμα δεν ανοίγει στην ώρα της. Βάσει νόμου έπρεπε πέρυσι να ανοίξει την 1η Φεβρουαρίου και αυτή άνοιξε σχεδόν τρεις μήνες μετά, στις 26 Απριλίου, δηλαδή μέσα στις αργίες του Πάσχα.

Μετά τις 10 Μαΐου άρχισε οπότε η υποβολή των πρώτων δηλώσεων, με προθεσμία μόλις 50 ημερών, έως τις 30 Ιουνίου. Κάτι πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθεί. Οπότε η παράταση έως τα τέλη Ιουλίου ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Στην πράξη αποδείχθηκε και λίγη, γι’ αυτό και χρειάστηκε και νέα παράταση. Αλλωστε είχαν αρχίσει να σκάνε και άλλα προβλήματα, που ήταν και πάλι ευθύνη της δημόσιας διοίκησης. Πολλοί φορείς είτε δεν είχαν στείλει στοιχεία είτε τα στοιχεία που είχαν στείλει ήταν λάθος.

Αυτόματα, για παράδειγμα, το μέτρο των προσυμπληρωμένων δηλώσεων που θα μείωνε την ταλαιπωρία και θα αύξανε τη συνέπεια, αποδεικνυόταν στην πράξη ανεδαφικό. Μόλις για 400.000 από τις 1,4 εκατ. προσυμπληρωμένες δηλώσεις δεν χρειάστηκε να πατηθεί κανένα κουμπί αποστολής της δήλωσης από τους φορολογουμένους, καθώς δεν χρειάζονταν διορθώσεις.

Ολες οι άλλες υποβλήθηκαν στο τέλος με τον παραδοσιακό τρόπο, καθώς είχαν λάθη. Ολα αυτά είναι χαμένες εργατοώρες. Σπατάλη χρημάτων και ενέργειας. Προφανώς μεγάλο μέρος της ευθύνης των καθυστερήσεων αποδίδεται στους ίδιους τους φορολογουμένους, στην ελληνική συνήθεια της τελευταίας στιγμής.

Για να τους αποδώσει ωστόσο οποιαδήποτε ευθύνη το κράτος, πρέπει πρώτα να έχει κάνει αυτό σωστά τη δουλειά του. Αυτό είναι το στοίχημα Χατζηδάκη με το αυστηρό χρονοδιάγραμμα των δηλώσεων του 2025 και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να το κερδίσει…