Είναι κανόνας στην πολιτική ότι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να κερδίσει ένα κόμμα εκλογές, είναι να υπάρχει ένα τουλάχιστον κόμμα που θα τις χάσει. Και υποπερίπτωση αυτού του κανόνα είναι ότι τα κόμματα που χάνουν, ενίοτε δεν χάνουν διότι υπερτερεί ο αντίπαλος σε θέσεις και προτάσεις αλλά γιατί κατατρύχονται από αυτοκτονικές τάσεις. Μια τέτοια περίπτωση παρατηρείται τελευταία με το ΠαΣοΚ. Το κόμμα αυτό, που λογικά μετά την περιπετειώδη για τη χώρα και το ίδιο δεκαετία των μνημονίων θα έπρεπε λογικά να βρίσκεται σε τροχιά ανόδου, μερικώς λόγω της κυβερνητικής φθοράς της ΝΔ και μερικώς διότι επήλθαν αρκετές και σοβαρές αλλαγές στο πολιτικό του προσωπικό, ουσιαστικά δείχνει καθηλωμένο. Χωρίς δυναμική να παρακάμψει τις αδυναμίες του παρελθόντος, που το έσυραν μέχρι διασυρμού σε ποσοστά εξευτελιστικά.

Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, το ΠαΣοΚ δεν είχε μόνο να ξεπεράσει ό,τι συνοδεύει μια τυπική αναμέτρηση ευρωεκλογών: αποχή, αδιαφορία των ψηφοφόρων, αποσυσπείρωση. Είχε να αντιπαλέψει και με την ομολογουμένη εν συνεχεία, και αποδεικνυόμενη από τα γεγονότα, προσπάθεια αρκετών εκ των επώνυμων στελεχών του να αποκαθηλώσουν τη νόμιμα εκλεγμένη ηγεσία. Αν και το ΠαΣοΚ είχε τις λιγότερες απώλειες από τα υπόλοιπα μεγάλα κόμματα τα οποία συναγωνίστηκε (μόλις 100.000 ψήφους, έναντι απωλειών που υπερέβαιναν το 1 εκατ. για τη ΝΔ και άνω των 300.000 του ΣΥΡΙΖΑ), εν τούτοις από το ίδιο βράδυ των αποτελεσμάτων τέθηκε θέμα ηγεσίας, ζητήθηκε η αλλαγή της.

Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: μέσα από μια άψογα οργανωμένη δημοκρατική διαδικασία, ο πρόεδρος του κόμματος Ν. Ανδρουλάκης επανεξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία έναντι των αντιπάλων του, οι οποίοι και είχαν θέσει θέμα απομάκρυνσής του.

Οι δυο-τρεις μήνες που ακολούθησαν δημιούργησαν στην κοινωνία την αίσθηση ότι το ΠαΣοΚ χειραφετήθηκε μέσα από αυτή την εσωκομματική περιπέτεια, και συνειδητοποιημένο πλέον θα αποτελούσε την πραγματική αντιπολίτευση που είχε ανάγκη το πολιτικό σύστημα, προκειμένου να ισορροπήσει. Η εικόνα αυτή που απεικονίστηκε στις δημοσκοπικές έρευνες οι οποίες ακολούθησαν, έδειξε ότι υπό προϋποθέσεις το ΠαΣοΚ θα μπορούσε σύντομα να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση εξουσίας.

Συνηγόρησε ως προς αυτό και η έναρξη παραγωγής πολιτικών οι οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εξανάγκαζαν και την κυβέρνηση να κινηθεί και να λάβει αποφάσεις αποθεραπείας πολλών προβληματικών πολιτικών που ακολουθεί η ίδια.

Φευ, όμως, αυτό δεν διατηρήθηκε επί πολύ. Οι μωροφιλοδοξίες οι οποίες το περασμένο καλοκαίρι οδήγησαν στην κρίσιμη για την ενότητα του χώρου εσωκομματική αμφισβήτηση του κ. Ανδρουλάκη, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο επαναφέροντας στο συλλογικό υποσυνείδητο την εικόνα ενός κόμματος το οποίο δεν έχει σταθερές θέσεις, άλλα αντιθέτως σπαράσσεται από παρωχημένες αντιλήψεις σχετικά με έννοιες οι οποίες κανονικά δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν.

Στελέχη τα οποία κανονικά θα έπρεπε να έχουν βάλει το κεφάλι κάτω και να δουλέψουν συλλογικά και οργανωμένα για τη δημιουργία ενός κόμματος-πρότυπο στη σημερινή ελαττωματική και σε καθεστώς εμφανούς πολιτικής αναπηρίας δημόσια ζωή, αποφάσισαν να συνεχίσουν στον ίδιο ολισθηρό και επικίνδυνο δρόμο της αποσυσπείρωσης. Ωσάν να μην αντιλαμβάνονται τον όρο επιβίωσης για τον χώρο, προκειμένου να πραγματώσει τον ρόλο του ως πραγματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, επιδίδονται το τελευταίο διάστημα σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα επιφέρει τη μεγαλύτερη ζημιά στην προσπάθεια.

Κορυφαίο παράδειγμα, η συζήτηση που άνοιξε με πρωτοβουλία των Π. Γερουλάνου και Μ. Κατρίνη για τις μετεκλογικές συμμαχίες που θα πρέπει να συνάψει το ΠαΣοΚ προκειμένου να δημιουργήσει ένα «προοδευτικό» κυβερνητικό σχήμα. Ακούγοντας τις απόψεις αυτές, θα νόμιζε κανείς ότι οι εκλογές είναι προ των πυλών και το εκλογικό σώμα «καίγεται» να πληροφορηθεί τι είδους κυβέρνηση θα σχηματιστεί πριν οδεύσει στις κάλπες. Αλλά οι εκλογές σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις βραδύνουν – στην καλύτερη των περιπτώσεων και άνευ απροσδόκητου γεγονότος μείζονος σημασίας δεν πρόκειται να προκηρυχθούν πριν από τον Μάρτιο του 2027. Δηλαδή σε τουλάχιστον δύο χρόνια.

Τι είναι αυτό λοιπόν που οδηγεί πεπειραμένα στελέχη, όπως οι δύο προαναφερόμενοι, να τείνουν αμφίπλευρα χείρα βοηθείας και στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ που παραπαίει; Τι είναι αυτό που τους κάνει να εξαγγέλλουν κάτι που θυμίζει μετωπικά σχήματα, με κόμματα τα οποία βαρύνονται τόσο με τη λεηλασία του ΠαΣοΚ την προηγούμενη 10ετία όσο και με το καταστροφικό για τη χώρα πέρασμά τους από την εξουσία, το διάστημα 2015-2019;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί, κατά τη γνώμη μου, στην απόπειρα να μείνει καθηλωμένο το ΠαΣοΚ σε ποσοστά τα οποία εκ των πραγμάτων θα ανακινήσουν εκ νέου θέμα ηγεσίας στο κόμμα και κατ’ επέκταση σε έναν δεύτερο γύρο-ρεβάνς της ήττας τους τον περασμένο Οκτώβριο. Η γραμμή του «ψηφίζεις ΠαΣοΚ, ψηφίζεις για να φύγει η κυβέρνηση», δεν τους λέει τίποτε. Αυτό που προέχει είναι να φύγει ο κ. Ανδρουλάκης για να ανοίξει ο δρόμος για να πραγματωθούν οι δικές τους φιλοδοξίες.

Αυτή είναι η αλήθεια, και τίποτε δεν μπορεί να την ακυρώσει. Ολους αυτούς τους μήνες από τον Οκτώβριο, βρίσκονταν με το όπλο παρά πόδα. Μόνο που δεν καταλαβαίνουν ότι ο μεγάλος κίνδυνος είναι να πυροβολήσουν τα πόδια τους…