Να αποχαιρετήσουμε τη χρονιά που φεύγει, να υποδεχθούμε εκείνη που έρχεται. Αλλά πώς; Ρίχνοντας μια ματιά στον εαυτό μας. Σε αυτό το μείγμα πεποιθήσεων και προσδοκιών που διαμορφώνει τον καθένα μας ατομικά, αλλά και συνολικά ως κοινωνικό σώμα. Τι πιστεύουμε εμείς οι Ελληνες; Μα και σε τι ελπίζουμε;

Στο πρώτο μέρος της έρευνας που πραγματοποίησε για λογαριασμό του «Βήματος» η Metron Analysis αποτυπώνεται ο αξιακός πυρήνας μας. Η αποτύπωση έχει νόημα όχι τόσο επειδή αλλάζει το ημερολογιακό έτος, γεγονός που προσφέρεται από μόνο του για τους συνήθεις αναστοχασμούς. Αλλά και επειδή συμπληρώνεται το πρώτο τέταρτο ενός μάλλον ανήσυχου αιώνα. Ο αξιακός μας πυρήνας, από αυτή την άποψη, δεν μας τοποθετεί μόνο μπροστά στον καθρέφτη ή απέναντι στους άλλους. Δεν είναι μόνο μια άσκηση εθνικής ομφαλοσκόπησης ή συλλογικής συνάφειας με άλλες, συγγενείς κοινωνίες. Ορίζει και τις σταθερές μας σε ένα περιβάλλον ρευστότητας. Τα θεμελιώδη του οίκου μας.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι τόσο η ελευθερία όσο και η ασφάλεια είναι σημαντικές» λέει ένας από τους προβληματισμούς που τέθηκε προς τους πολίτες. «Αλλά εάν έπρεπε να διαλέξετε μεταξύ τους, ποια θα θεωρούσατε σημαντικότερη;». Η πεποίθηση, όπως δείχνουν οι απαντήσεις, παραμένει ακλόνητη. Οχι όμως χωρίς τις δαρβινικές της προσαρμογές: η «ψαλίδα» ανάμεσα στην ελευθερία και στην ασφάλεια κλείνει, καθώς η αίσθηση του κινδύνου εντείνεται. Στη χώρα φτάνει ο απόηχος ενός απρόβλεπτου κόσμου, του οποίου δοκιμάζονται ομοίως οι σταθερές.

Οπως και ο ευρύτερος κόσμος, έτσι και ο δικός μας μικρόκοσμος βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση. Παλινδρομεί στον άξονα της συντήρησης και της προόδου, σε αυτό το σχήμα που όρισε τις ιδεολογίες του περασμένου αιώνα χωρίς να έχει πλέον τις αδρές γραμμές εκείνων των εποχών. Μπορεί, για παράδειγμα, η ελληνική κοινωνία να μην αυτοπροσδιορίζεται από αυτές, έχει όμως αφομοιώσει τις έμφυλες ταυτότητες. Η θρησκευτική πίστη συνυπάρχει με την αναγνώριση του δικαιώματος στην ευθανασία, η σημασία της κοινωνικής προστασίας τονίζεται σε ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα, οι ανισότητες και οι διακρίσεις λογίζονται ανεξαιρέτως ως δεσπόζουσες «σύγχρονες απειλές».

Η κίνηση της κοινωνίας είναι στην κατεύθυνση της επέκτασης των δικαιωμάτων, της συμπερίληψης και της αποδοχής του άλλου, αλλά και της αντίληψης πως ο καθένας μας είναι κύριος της ζωής του. Οι διαφορετικές απόψεις που καταγράφονται δεν θρέφουν πια εμφύλιες διαμάχες, δεν πυροδοτούν παλιά μίση, ούτε γεννούν νέες εχθροπάθειες. Συμφωνούμε, σε ισχυρά ποσοστά, ότι καθορίζει αυτό που είμαστε η εκπαίδευσή μας και το περιβάλλον όπου μεγαλώσαμε – το σχολείο μας και το σπίτι μας. Η μήτρα της ταυτότητάς μας είναι τα ανήλικα χρόνια μας, ίσως και τα καλύτερά μας. Είμαστε αυτό που μας έκαναν οι δάσκαλοι και οι κηδεμόνες μας. Ετσι τουλάχιστον πιστεύουμε και πάντως έτσι νιώθουμε.

Αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτή την πεποίθηση και σε αυτό το συναίσθημα. Στο γεγονός πως η ελληνική κοινωνία έχει αποβάλει τους «-ισμούς» του παρελθόντος, πως η ταυτότητά της ορίζεται περισσότερο από τη βιωμένη καθημερινότητά της και λιγότερο από τις μεγάλες ιδέες, το έθνος, τη θρησκεία ή τα πολιτικά ρεύματα. Εκεί κοχλάζουν σε σημείο βρασμού μόνο τα άκρα και με αυτά τα υλικά ετεροκαθορίζονται.

Αυτές οι κοινές πεποιθήσεις για όλους τους υπόλοιπους – τα θεμελιώδη του οίκου μας – δίνουν και το μέτρο των προσδοκιών. Σε τι ελπίζουμε; Στο δεύτερο μέρος της έρευνας που θα δημοσιευθεί την επόμενη Κυριακή, το κάδρο συμπληρώνεται και από την ικανότητα μιας κοινωνίας να εκπλήσσει τον εαυτό της. Να εμφανίζεται, ας πούμε, πιο ανοικτή και ώριμη ή, αλλιώς, πιο «προχωρημένη», από το πολιτικό της σύστημα. Και επιτέλους, απολύτως γειωμένη με την πραγματικότητα, να θέτει τον πήχη των απαιτήσεών της όλο και πιο ψηλά.