Ο κινηματογραφιστής της ιστορίας αναζητούσε το «φυσικό σκηνικό» για να αναβιώσει στην κάμερά του την πόλη των παιδικών του χρόνων. Η έρευνα όμως δεν κατέληξε πουθενά. «Η Αθήνα της δεκαετίας του ’50 έχει εξαφανιστεί» δήλωσε απογοητευμένος σε έναν συνομιλητή του. Το ρεπεράζ έπεσε πάνω στα τείχη από μπετόν που σηκώνονται σε κάθε γειτονιά. Μάλλον και στο μοναδικό στον κόσμο πρόγραμμα διαρκούς ανοικοδόμησης που εκτελείται σε μια πόλη σε καιρό ειρήνης.

Διαρκούς από τη δεκαετία του ’60 και τον νόμο περί αντιπαροχής. Αλλά και βίαιης αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς πως θύματα της μπουλντόζας δεν πέφτουν μόνο οι εκκλήσεις να προστατευθούν τα ιστορικά τεκμήρια της πόλης, η αρχιτεκτονική της κληρονομιά και η τοπική φυσιογνωμία περιοχών όπου ισοπεδώνονται τα τοπόσημά τους. Πέφτουν και οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας δεν αναγνωρίστηκε ούτε η ταχύτητα με την οποία έκρινε τη συνταγματικότητα των διατάξεων για τα ύψη των κτιρίων. Οι δικαστές χρειάστηκαν δύο μήνες για να κρίνουν. Το υπουργείο Περιβάλλοντος μόλις μερικές ημέρες για να παρακάμψει την απόφαση με μια τροπολογία που κατατέθηκε σε νομοσχέδιο για την αναδιάρθρωση του σιδηροδρομικού τομέα.

Διαφυλάσσεται, αλήθεια, η «ασφάλεια δικαίου» με την κατάθεση άσχετων τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια και με παρακαμπτήρια μπαζώματα στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης; Οσο λύνει το πρόβλημα της στέγης η ανέγερση κατοικιών, των οποίων η σημερινή ακριβή πολυτέλεια θα ισοδυναμεί με την οικιστική μιζέρια του μέλλοντός μας. Τα διαμερίσματα που στις εποχές της εσωτερικής μετανάστευσης υμνήθηκαν για τις ανέσεις τους ακόμη και στις ηθογραφίες του ελληνικού κινηματογράφου, σήμερα είναι κλειστά, σκοτεινά και αφιλόξενα.

Σε αυτά τα σπίτια των φαντασμάτων δεν βλέπει κανείς μόνο το παρόν της πόλης, διαβάζει και το μέλλον της. Η Αθήνα χτίζεται όπως και τότε, με την ίδια εσωστρεφή κουλτούρα. Σαν να μην αποδείχθηκε πως η υπόσχεση ενός εσωτερικού μικρόκοσμου δεν μπορεί να ικανοποιήσει καμία συνθήκη ποιότητας όταν μένει ασύνδετη με τον περιβάλλοντα χώρο. Τα μπαλκόνια, αυτά τα υποκατάστατα εξωτερικού χώρου, δεν έγιναν ποτέ οι πλατείες και τα πάρκα όπου αλλού οι πόλεις βρίσκουν τις ανάσες τους και οι κάτοικοί τους σφυρηλατούν τις σχέσεις τους με τη δημόσια γη τους. Από την Κηφισιά έως τη Νέα Σμύρνη, το Παλαιό Φάληρο και τον Αλιμο, η προαστιακή Αθήνα χτίζεται όπως και τότε, σαν ο δημόσιος χώρος να είναι άπειρος για να χωρέσει μια polykatoikia ακόμη.

Η ίδια η οικοδομή εξακολουθεί να υμνείται ως κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης. Η οικονομία του μπετόν θριαμβεύει ακόμη και την εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, λες και η ιστορία αυτής της χώρας θα γράφεται αιωνίως από ένα έθνος εργολάβων. Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει ό,τι και σε κάθε άναρχο καπιταλιστικό σύστημα: ένας ιδιωτικός πλούτος σωρεύεται σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.

Δημόσιο συμφέρον; Η αλήθεια είναι πως η ποιότητα της ζωής στην πόλη δεν χώρεσε ποτέ σε αυτό το ερώτημα. Δεν ενσωματώθηκε ποτέ από την κεντρική διοίκηση στη χιλιοτραγουδισμένη μάχη για την καθημερινότητα, το να ζει κανείς άνετα και στον εξωτερικό χώρο, να μπορεί να βαδίζει ήσυχα, να απολαμβάνει την αισθητική της χαμηλής δόμησης και τον ανοικτό ορίζοντα ή να γειώνεται χωρίς όλα τα πιθανά και απίθανα εμπόδια με το έδαφος παραμένει ακόμη ένα προνόμιο και η ελληνική κοινωνία αδυνατεί να διεκδικήσει τον δημόσιο χώρο ως δικαίωμα.

Αυτό είναι το φυσικό σκηνικό. Ρεπεράζ μπορεί να κάνει κανείς σήμερα σε μια πόλη που χάνει την ιστορική της μνήμη. Και που «κυψελοποιείται» ακόμη και στις παρυφές της με νέα σπίτια φαντασμάτων.