Το σπίτι μου στη Φλωρεντία είναι ένα παγωμένο ερείπιο, με ηλεκτρολογικά και υδραυλικά που επιβιώνουν με duct tape and prayers, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών. Είναι το μέρος όπου πηγαίνω όταν δεν θέλω να με βλέπει άνθρωπος.

Η συμβατική διατύπωση είναι «να βλέπω άνθρωπο», αλλά εγώ εννοώ να με βλέπει άνθρωπος. Δεν θέλω να με βλέπουν και να μου μιλάνε. Εκεί οι άνθρωποι δεν με παρατηρούν καν, αφενός επειδή δεν πηγαίνω συχνά και αφετέρου επειδή, ουσιαστικά, δεν υπάρχουν και πολλοί από δαύτους.

Το σπίτι είναι κοντά στο κέντρο, ολόγυρα έχει καταλύματα, δημόσια κτίρια, μουσεία, τουριστικά φαγάδικα. Αν ζούσαμε όντως στο matrix, οι περισσότερες από αυτές τις κινούμενες φιγούρες θα προέρχονταν από ιστοσελίδες οπτικού υλικού χωρίς πνευματικά δικαιώματα. Οι Δυτικοί λένε μια χοντράδα για τους Κινέζους, πως είναι όλοι ίδιοι. Εμένα μου φαίνονται και οι Δυτικοί ίδιοι. Χοντρά πόδια, ανύπαρκτα χείλη: Εγγλέζοι. Κοντοί, στραβό διάφραγμα: Γάλλοι. Τετράγωνοι, ηλιακά εγκαύματα: Γερμανοί. Το ίδιο αλλά με αυστριακή προφορά: Αυστριακοί, ακόμα χειρότερα. Δεν τους ξεχωρίζω.

Στη Φλωρεντία, λοιπόν, είμαι αόρατη. Μοναδική παραφωνία μια ντόπια παραδίπλα, αιωνίως εξηντάχρονη, με πρόσωπο που στραφταλίζει από ενυδατική. Με συμπαθεί, περιέργως, μολονότι έχει βριστεί με όλους στη γειτονιά εξαιτίας της απέχθειάς της για τα ζώα, σκυλιά, γατιά, ως και καναρίνια. Αν ήξερε ότι εγώ θα υιοθετούσα και κροκόδειλο, δεν θα με συμπαθούσε. Ομως αγνοεί τα φιλοζωικά αισθήματά μου και βλέποντας το σπίτι ανοιχτό έρχεται κουβαλώντας ένα ταπεράκι μίας χρήσεως με σούπα.

Κανείς δεν χτυπάει την πόρτα εδώ. Αν ακούσω πόρτα (μπουνιές στην κάσα· το κουδούνι δεν δουλεύει), ξέρω πως είναι αυτή με τη σούπα της. Εν τω μεταξύ, κι εγώ απεχθάνομαι κάτι: τις σούπες. Ανοίγω, κάνω πως μιλάω στο κινητό, ρωτάω για παιδιά, σκυλιά (όχι σκυλιά, δεν έχει), παραβλέπω ευγενικά τη σούπα, σαν να ήταν το πενηντάευρο που μου έσπρωχναν όταν ήμουν μικρή μεθυσμένοι θείοι σε τραπέζια βαφτίσεων, τελικά παίρνω σούπα, κλείνω πόρτα.

Αυτή είναι ο μοναδικός άνθρωπος που με βλέπει και πασχίζω για τη διατήρηση της μοναδικότητάς της. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Πηγαίνω σε ένα συγκεκριμένο καφέ. Ο ιδιοκτήτης προσλαμβάνει αποκλειστικά κούκλους άρρενες σερβιτόρους. Πρέπει να είναι κακός εργοδότης, επειδή, και με διαφορά εβδομάδων να πάω, άλλους θα δω. Τέλος πάντων, εκεί συμβαίνει το εξής: οι αποκλειστικά κούκλοι άρρενες σερβιτόροι με εξυπηρετούν καλοσυνάτα. Καταλαβαίνουν πως δεν είμαι ντόπια, αλλά διακρίνουν πάνω μου συνήθειες ντόπιου και, κυρίως, πασιφισμό ντόπιου. Ξέρουν πως δεν θα τους βγάλω το λάδι, θέλω απλώς να πιω καφέ, όχι να το ζήσω α λα Lucy Honeychurch, κι αυτό τους απελευθερώνει. Μια, δυο, τρεις, κάποτε θα αρχίσουν να μου μιλούν σαν να με ξέρουν.

Για κάθε σκλάβο τουριστικής γαλέρας, ένας ήσυχος πελάτης μοιάζει με συγγενή που ξαναβρίσκεις στην προσφυγιά. Εχουν ανάγκη από αυτή τη φευγαλέα ανθρωπινότητα, από τη βραδύτητα που τους επιτρέπει κάποιος που δεν περιμένει από αυτούς περισσότερα απ’ όσα είναι εκεί να του δώσουν.

Ετσι, σταδιακά, με προβιβάζουν σε «γνωστή». Θα με κεράσουν γλυκά, θα μοιραστούν απρέπειες για τρελούς πελάτες, θα αρνηθούν φιλοδωρήματα επειδή δεν είμαι ξένη. Ελα, όμως, που εγώ είμαι ξένη, θέλω να είμαι ξένη και άγχομαι λίγο όταν αρχίζω να μην είμαι. Φτάνοντας στο κατώτατο ποσοστό ξενικότητας, αλλάζω καφέ. Δεν θα ξαναπατήσω εκεί μέχρι να δω άλλες φάτσες στο σέρβις. Κρίμα, γιατί είναι κοντά και βαριέμαι να περπατάω.

Δεν είμαι από πάστα flâneur. Περπατάω επειδή πρέπει, όχι επειδή θέλω. Αν μπορούσα, θα συνέλεγα λογοτεχνικό υλικό περιηγούμενη στον κόσμο πάνω σε ηλεκτροκίνητο αμαξίδιο σαν Φλωρεντιανός σε Walmart, γιατί όχι. Αλλά εδώ δεν είναι Φλόριντα, είναι Φλωρεντία· μπορεί να τρακάρεις ακόμα κι αν είσαι με αερόστατο. Αν έχεις οδηγήσει στη Φλωρεντία και στα Χανιά δεν φοβάσαι τον Θεό. Εγώ τον φοβάμαι, οπότε περπατάω.

Η Φλωρεντία, με εξαίρεση την αρχιτεκτονική της, μοιάζει με την Αθήνα. Δεν πλησιάζεις το Ουφίτσι νύχτα, όπως δεν πλησίαζες το Αρχαιολογικό προτού η πιάτσα των χρηστών μετακινηθεί σε λιγότερο τουριστικά μέρη. Εν τούτοις, όποτε περπάτησα ανάμεσά τους, κανείς δεν με ενόχλησε.

Ενα απόγευμα, περπατώντας με καφέ στο χέρι, ένας άντρας με προσέγγισε χοροπηδηχτά και μου ζήτησε ψιλά με αστική ευγένεια. Buonasera, bella signora (ίσως τελικά αυτή η πόλη να μας κάνει όλους όμορφους). Δεν είχα μετρητά, οπότε του έτεινα τον καφέ. Τον έπιασε με πληγιασμένα χέρια και τον κρατούσε σφιχτά για να τα ζεστάνει, χαμογελώντας, με μάτια που έλαμπαν, τόσο κλισέ. «Εχει ζάχαρη;» με ρώτησε ρητορικά φεύγοντας.

Αλίμονο, ήταν μια από τις Δευτέρες που είχα αποφασίσει να κόψω τη ζάχαρη και πήρα σκέτο καφέ. Ο δύσμοιρος είχε τόσο ανάγκη τη ζάχαρη. Σκέφτηκα να τον φωνάξω να πάμε να βρούμε ζάχαρη ή, καλύτερα, να του αγοράσω ένα γλυκό, αλλά ήταν φευγάτος.

Οι Φλωρεντινοί φτιάχνουν κάτι γλυκά πιτάκια που μοιάζουν με καλτσούνια. Δεν τα πολυσυμπαθώ (στο σόι μου τα φτιάχνουν μόνο αλμυρά). Ενίοτε, όμως, αν περάσω από φούρνο και τα δω στη βιτρίνα, κοντοστέκομαι να τα χαζέψω. Αναθυμάμαι όλα τα κρητικά γλυκά που δεν είναι στις γεύσεις μου, όπως τα ξεροτήγανα, αλλά τα ευχαριστιέμαι απλώς επειδή είναι κρητικά. Μου λείπει αυτό που έχω, νοσταλγώ αυτό που δεν απώλεσα.

Γυρνάω ημίξενη σε μια ημίξενη πόλη με αύρα «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει» και επισημαίνω στον εαυτό μου: αυτό το θεόστενο δρομάκι με το σπίτι που γέρνει, κοντά στην οδό Δάντη Αλιγκέρι – έχει και στα Χανιά, πάνω από το παλιό λιμάνι· τα Κυπαρίσσια στους Κήπους του Μπόμπολι – έχει και στο άλσος του Προμπονά, που βγάζω βόλτα τον σκύλο· το ναυτικό μπλε και το πορτοκαλί του λωτού στο ηλιοβασίλεμα της Τοσκάνης – φαίνονται και από τη Βασιλίσσης Σοφίας.

Δεν πρόκειται περί τοπικισμού. Οι άνθρωποι απλώς υπάρχουμε κάπου. Κάποιοι ερωτεύονται το πού στο οποίο υπάρχουν, όχι επειδή αυτό είναι αυτό που είναι, αλλά επειδή οι ίδιοι υπάρχουν σε αυτό. Επειδή είναι το δικό τους πού και κανένα πού δεν μπορεί να το αντικαταστήσει, παρά μονάχα να το μιμηθεί σε λεπτομέρειες, συχνά τόσο μικρές όσο οι έννοιες. Να αγαπάς το πού σου σημαίνει να αγαπάς κάτι που δεν διάλεξες. Πόσο αντίθετο στη φύση του ανθρώπου! Γι’ αυτό αγωνίζομαι σ’ αυτή την πόλη για την κατάσταση του ξένου: την πιο ανθρώπινη κατάσταση απ’ όλες.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ;

Κυκλοφορούν στο TikTok βίντεο που απαριθμούν χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ ή του αυτισμού. Η αυτοδιάγνωση έγινε μόδα και η παραπληροφόρηση ρέει άφθονη. Από την άλλη, ενώ σίγουρα δεν «είμαστε όλοι λίγο αυτιστικοί», το ταμπού εξακολουθεί να υφίσταται.

Κι αν το Διαδίκτυο δεν γέμισε ξαφνικά αυτοδιαγνωσμένους αλλά κανονικά διαγνωσμένους, που ήταν ανέκαθεν τόσοι, απλώς δεν εμφανίζονταν λόγω του στίγματος; Η σοβαρότερη παθογένεια εδώ, κατ’ εμέ, δεν είναι οι μόδες των δικτύων, αλλά το ότι, αν και ανεξέλεγκτα, αποτελούν το μόνο προσβάσιμο στους απλούς πολίτες μέσο πληροφόρησης.

Το TikTok μιλάει για τον αυτισμό, στο Facebook μαθαίνονται ειδήσεις, στο YouTube ασκείται αντιπολίτευση. Τι είναι πιο τρομακτικό, ο χαώδης χαρακτήρας των δικτύων ή το ότι οι πολίτες δεν έχουν πού αλλού να στραφούν; Προτού εξετάσουμε πώς τα δίκτυα ανακουφίζουν κοινωνικές ανάγκες, ίσως οφείλουμε να εξετάσουμε γιατί, για αρκετούς ανθρώπους, είναι τα μόνα που το κάνουν.