Το 2010, τη χρονιά που η χώρα μπήκε στη θανατηφόρα σπείρα της οικονομικής κρίσης, στην Πορτογαλία κυκλοφορούσε το καινούργιο (τότε) βιβλίο του νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου υπό τον τίτλο «Περί φωτίσεως». Οι κριτικοί της εποχής το είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό. Το βιβλίο του Σαραμάγκου, έγραφε ο Κ. Καραβίδας έναν χρόνο αργότερα, όταν το βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά από τον Θανάση Καστανιώτη, «αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στα όρια της φθαρμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που με αυταρχικές μεθόδους επιδιώκει πάντα να εξαερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις».
Αλλά τι κάνει αυτό το βιβλίο συγκλονιστικά μοναδικό στις μέρες μας, 14 χρόνια μετά την έκδοσή του; Θα δώσω λίγο χώρο σε αυτό και φαντάζομαι θα γίνει αμέσως κατανοητό το γιατί. Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
«Σε κάποια χώρα γίνονται εκλογές. Η καταμέτρηση των ψήφων στην πρωτεύουσα αναδεικνύει πρώτη δύναμη το λευκό με ποσοστό περίπου 70%. Οι εκλογές επαναλαμβάνονται την επόμενη Κυριακή και το λευκό ξεπερνά το 80%. Μπροστά στο διαφαινόμενο κενό εξουσίας, τα δύο μεγάλα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός και οι δημόσιες υπηρεσίες εγκαταλείπουν την πόλη, καταστρώνοντας αστυνομικά σχέδια για να ανακαλύψουν τον υποκινητή. Μια έκπληξη όμως περιμένει τους κρατούντες: ο πληθυσμός της πόλης αφυπνίζεται, «φωτίζεται» και ανακαλύπτει από την αρχή τις αξίες της αλληλεγγύης, της προσωπικής ευθύνης, της αλληλοβοήθειας. Το Κράτος όμως δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη…».
Δεν ξέρω πόσοι από τους απέχοντες από την ψηφοφορία της Κυριακής είχαν υπ’ όψιν τους το βιβλίο του Σαραμάγκου. Ούτε μπορώ να γνωρίζω αν στο πίσω μέρος του μυαλού τους είδαν την αποχή τους από την ψηφοφορία ως πράξη αντίστασης. Σίγουρα όμως ήταν μια στάση που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη. Και το χειρότερο, να μείνει ανεξερεύνητη από κυβέρνηση και κόμματα. Η αποχή έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες, ορατές αιτίες και προφανέστατα φανερούς κινδύνους για τη δημοκρατία.
Αυτό που συνέβη την περασμένη Κυριακή φυσικά δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός. Ερχεται από μακριά, είναι μια πολύπλοκη πολιτική έκφραση και δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς την κοινοτοπία ότι ως στάση εμπεριέχει μηνύματα. Μόνο που η αποτίμησή τους ξεκίνησε ήδη να γίνεται με πρόχειρο, επιδερμικό και εντελώς λαθεμένο τρόπο. Για την αντιπολίτευση, η αποχή συνιστά καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής. Για την κυβέρνηση η αποχή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια συγκυρία την οποία δημιούργησε ένα μείγμα κλιματολογικών συνθηκών, λαϊκισμού και συκοφαντιών της αντιπολίτευσης.
Το πόσο λάθος είναι αυτές οι προσεγγίσεις το απαντάει η ίδια η πραγματικότητα. Αν λ.χ η αποχή αποτελεί καταδίκη για την κυβερνητική πολιτική και την κυβέρνηση που την εφαρμόζει, τότε κάποιος πρέπει να εξηγήσει πειστικά, πρώτον, γιατί αυτοί που απείχαν δεν ψήφισαν μαζικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης και, δεύτερον και πιο σημαντικό, πώς εξηγείται ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις η αποχή έδειξε τα δόντια της και στα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Αν πάλι, κατά τον κυβερνητικό δικαιολογητικό μηχανισμό, έπαιξαν ρόλο οι κλιματολογικές συνθήκες που οδήγησαν τον κόσμο στις παραλίες τότε οφείλει να δώσει μια λογική εξήγηση για το γεγονός ότι πέρυσι τέτοια εποχή όλοι αυτοί προσήλθαν μαζικά στις κάλπες και έδωσαν στη ΝΔ αυτό το αξεπέραστο 41%.
Συμπερασματικά, και αυτό αφορά περισσότερο την κυβέρνηση, η αποχή από τις ευρωεκλογές μπορεί να μην είναι η απόλυτη καταστροφή, αλλά είναι μια σημαντική προειδοποίηση. Για τις πολιτικές που εφαρμόζει έναν χρόνο τώρα και πλήττουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (για παράδειγμα, μικρομεσαίους και ελεύθερους επαγγελματίες) αλλά και συντηρούν γενικότερες πληγές, όπως η παιδεία, το ΕΣΥ, η δημόσια διοίκηση, η καθημερινότητα. Για την αντιπολίτευση, το φαινόμενο μπορεί να έχει και διαστάσεις ήττας, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν ωφελήθηκε στο παραμικρό από την αποχή.
Και για τους δυο όμως, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είναι επιτακτική ανάγκη να σκύψουν με προσοχή πάνω στο φαινόμενο.
Α, και κάτι ακόμη: Κάποια στιγμή η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στην εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων. Δεν μπορεί σε μια χώρα με πληθυσμό λίγο πάνω από τα 10 εκατομμύρια οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι να (φέρονται ότι) είναι… 9,5 εκατομμύρια! Είναι γελοίο και είναι και αντιπαραγωγικό…