Αυτό ήταν. Η πιο υποτονική, ανούσια, άχρωμη και εν τέλει αδιάφορη προεκλογική περίοδος, που έληξε κατ’ ουσίαν την Παρασκευή το βράδυ, δίνει σήμερα τη θέση της στην καθολική – τρόπος του λέγειν – ψηφοφορία για την ανάδειξη των 21 ευρωβουλευτών που θα εκπροσωπήσουν τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το μεγάλο ερώτημα δεν αφορά τον τυπικό νικητή των εκλογών αλλά τον κίνδυνο να αναδειχθεί ουσιαστικός νικητής η αποχή. Και έναν δεύτερο κίνδυνο, την άνοδο των ποσοστών της Ακροδεξιάς.

Το σαφές έλλειμμα της προεκλογικής περιόδου ήταν ασφαλώς ότι όπου αυτή εξελίχθηκε σε αντιπαράθεση των κομμάτων έγινε επί τη βάσει της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης. Η Ευρώπη, το μέλλον της, το μέλλον της χώρας σε αυτήν, τα θέλω της, οι προτάσεις της ενδεχομένως, ακόμα και οι επιδιώξεις που μπορεί να έχει, να απαιτεί και να διεκδικεί μια μικρή χώρα, με τόσα προβλήματα, όπως η δική μας, έμειναν εκτός της προεκλογικής αντιπαράθεσης των κομμάτων.

Τι είδαμε, αντιθέτως; Την αντιπολίτευση να βάλλει ομαδικά κατά της κυβερνητικής πολιτικής, με άξονα κυρίως την ακρίβεια, και σε ένα δεύτερο επίπεδο θέματα όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η άμυνα, η Υγεία, οι υποκλοπές. Και από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση να αντεπιτίθεται, κυρίως προς την αξιωματική αντιπολίτευση, επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί τα ευάλωτα σημεία της, και ειδικότερα – κατ’ εκείνη – τον αρχηγό της, τον Στ. Κασσελάκη, και την περιουσιακή του κατάσταση.

Στη βάση πάντα μιας στρατηγικής που ακολουθήθηκε πιστά ήδη από τις αρχές του χρόνου και που ήθελε να περιθωριοποιηθεί η μόνη σοβαρή, κατ’ εμέ, αντιπολιτευτική φωνή, αυτή του ΠαΣοΚ. Ορισε ως βασικό της αντίπαλο τον νέο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη, θεωρώντας ότι είναι πιο διαχειρίσιμος έναντι του κ. Ανδρουλάκη. Είναι μια επιλογή η οποία θα κριθεί και αυτή, σήμερα στις κάλπες.

Υπ’ αυτή την έννοια, θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και με αυτά τα χαρακτηριστικά η σημερινή εκλογική αναμέτρηση, εθνική από τη φύση της, θα προσφέρει το βράδυ χρήσιμα συμπεράσματα για το αν η χώρα θα συνεχίσει στην ίδια πορεία ή θα περιέλθει σε περίοδο πολιτικής αστάθειας.

Τα τρία μεγάλα κόμματα έχουν προ πολλού ορίσει τους στόχους τους. Για την κυβερνώσα παράταξη το 33% των προηγούμενων ευρωεκλογών αποτελεί την εδραία βάση για μια επιχειρηματολογία που τη θέλει να επιβεβαιώνει την επικυριαρχία της στην πολιτική σκηνή. Ισως και να μην έχει άδικο. Υστερα από πέντε χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας, και με όσα έχουν μεσολαβήσει, το να καταφέρει να επαναλάβει το ποσοστό που είχε κερδίσει το 2019, όταν ήταν φανερό ότι ερχόταν με φόρα στην εξουσία, ασφαλώς δεν είναι μια ευκαταφρόνητη επιτυχία. Το πολιτικό πρόβλημα για τον κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνηση θα προκύψει από τη στιγμή που τα ποσοστά της ΝΔ θα είναι γύρω στο 30%, και ακόμα χειρότερα αν κινηθούν κάτω από αυτό το όριο…

Κάτι ανάλογο με το 33% του κ. Μητσοτάκη θα μπορεί να επικαλεστεί και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αν το κόμμα καταφέρει να πλησιάσει ή και να υπερκεράσει το ποσοστό του των εθνικών εκλογών. Το 17,8% που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ έναν χρόνο πριν, υπό τον Αλ. Τσίπρα. Ανεξάρτητα από το τι ο κ. Κασσελάκης ισχυριζόταν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ακόμα και την απιθανότητα να είναι πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ποσοστό στην περιοχή του 17% θα τον ισχυροποιήσει έναντι των εσωκομματικών του αντιπάλων, θα κλείσει τα στόματα όσων τον αμφισβητούν και επιπλέον θα «συνταξιοδοτήσει» τον κ. Τσίπρα. Κυρίως όμως θα μεταθέσει κατά μερικούς μήνες ή και χρόνια (αναλόγως του πότε θα διεξαχθούν οι εθνικές εκλογές) την τελική κρίση για τον εαυτό του.

Ούτε για το ΠαΣοΚ του Νίκου Ανδρουλάκη είναι διαφορετικά τα πράγματα. Εθεσε εξαρχής ως στόχο τα αποτελέσματα της σημερινής εκλογικής αναμέτρησης να φέρουν το ΠαΣοΚ σε θέση μηχανοδηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εκτιμώντας – και σωστά – ότι η απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση αποτελεί πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής για τη χώρα, διεκδίκησε ως το τέλος να είναι το ΠαΣοΚ αυτό που θα υποκαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ο διμέτωπος αγώνας είναι ένας ιδιαίτερος αγώνας. Προϋποθέτει αντοχές, στην άμυνα και στην επίθεση. Κυρίως όμως στρατηγική. Σήμερα θα κριθεί αν ήταν επιτυχής. Για το ΠαΣοΚ δεν τίθεται θέμα σύγκρισης με το παρελθόν, ακόμα και αν πρόκειται για τις πιο πρόσφατες ευρωεκλογές, αυτές του 2019. Σίγουρα, θα λάβει πολύ πάνω από το 8,02% εκείνων των εκλογών, αλλά το μέτρο σύγκρισης θα είναι πάντα η δεύτερη θέση. Αυτήν που διεκδίκησε με πάθος ο κ. Ανδρουλάκης, και η οποία θα αποτελέσει το βασικό επιχείρημα όσων τον αμφισβητούν, αν δεν επιτευχθεί…