Μια συγγραφέας όρισε κάποτε τη συγγραφή απομνημονευμάτων ως μια «άσκηση αλήθειας». Σημείωνε ακόμη πως για να γράψει κανείς «έντιμα», θα πρέπει να έρθει «αντιμέτωπος με τους δαίμονές του».

Δεν χρειάζεται να αναζητήσει κανείς την αλήθεια ή την εντιμότητα στα απομνημονεύματα που παρέδωσε η Ανγκελα Μέρκελ στην Ιστορία με τον τίτλο «Freiheit». Ούτε καν την ελευθερία. Αρκεί να παρατηρήσει πώς χειρίζεται τους «δαίμονες» της περιόδου στην οποία αναφέρεται για να διαπιστώσει πως τους έχει αφήσει οριστικά πίσω της. Ο κύκλος του τρόμου έχει κλείσει ακόμη και για τους πρωταγωνιστές του.

Εχει κλείσει και για τα θύματά του. Η μνημονιακή περίοδος δεν προσλαμβάνεται πλέον ως ένας εμφύλιος για τον οποίο χύθηκαν πολλά δάκρυα και μελάνι. Η πιο βαθιά διαιρετική τομή που γνώρισε η ελληνική κοινωνία στη Μεταπολίτευση – τόσο βαθιά ώστε να χωρίσει τα μέλη της σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς – σήμερα νοείται περίπου ως μια ξεχασμένη παρένθεση. Μαζί της ξεχάστηκε και η γλώσσα της εποχής με το βραχύβιο λεξικό της. Πού να εξηγείς τώρα τι ήταν οι γερμανοτσολιάδες και το μέτωπο της λογικής ή οι αγανακτισμένοι της πάνω και της κάτω πλατείας;

Σήμερα έχει διαλυθεί ακόμη και εκείνο το μέτωπο που συσπείρωσε το πολιτικό και το κοινωνικό κέντρο γύρω από τη σημερινή κυβέρνηση προσφέροντας τη στήριξή του πρώτα στις εκλογές του 2019 και έπειτα σε εκείνες του 2023. Χωρίς όμως ένα ισχυρό ρεύμα λαϊκισμού να απειλεί το τραύμα της μνημονιακής του εμπειρίας, στις ευρωεκλογές του 2024 απλώς κάθισε σπίτι του. Πού πήγε η μεσαία τάξη; Πουθενά, έμεινε στον παράδεισο του σαλονιού της.

Στην ανάγνωση των κυβερνητικών, το σβήσιμο του κύκλου συνιστά και τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με ό,τι εξέφρασε εκείνη την εποχή, διαλύεται ατάκτως είτε σε μονοπρόσωπα κόμματα που δίνουν μάχες εκλογικής επιβίωσης είτε σε μετριοπαθείς εκδοχές, όπως οι «11» και η τελευταία του ηγεσία. Το φάντασμα της Ακρας Δεξιάς είναι ακόμη πολύ γραφικό για να φαντάζει απειλητικό. Και το ΠαΣοΚ χτίζει το κυβερνητικό του αφήγημα περισσότερο ως μια ήσυχη εναλλακτική παρά ως μια δύναμη ανατροπής.

Τα τρία αυτά στοιχεία δεν εκβάλλουν σε μια κυριαρχία για την κυβέρνηση, αλλά σε μια χαμηλή πτήση, η οποία βαρύνεται επιπλέον από τη δύναμη της φθοράς. Η δημοσκοπική επιμονή στα «ποσοστά των ευρωεκλογών» αποτυπώνει τις διαθέσεις ενός μάλλον ανικανοποίητου ακροατηρίου και την επιφυλακτικότητα μιας στάσης αναμονής. Δεν είναι στο πεδίο της «κοινωνικής αντιπολίτευσης» και στον δρόμο που δοκιμάζεται ο Πρωθυπουργός, αλλά στον καναπέ της αποχής.

Το λάθος εδώ θα ήταν να συνδέσει κανείς τον καναπέ με τη μακαριότητα. Να μη δει την κόπωση, την ανασφάλεια και την επιθυμία για την αναζήτηση μιας προοπτικής. Θα ήταν λάθος ακόμη να προσδώσει μόνιμα χαρακτηριστικά σε αυτόν τον φαινομενικά αναπαυτικό εγκλεισμό. Μπορούμε να σκαλίσουμε τα δικά μας απομνημονεύματα για να θυμηθούμε όχι πώς έσβησε ο κύκλος αλλά πώς άναψε. Με πόση ταχύτητα διέτρεξε η κρίση τον Ατλαντικό, πόσο γρήγορα έκλεισε η στρόφιγγα στις κάνουλες των αγορών, πόσο ξαφνικά έσκασε η φούσκα της προμνημονιακής ευμάρειας και πόσο αιφνιδιάστηκαν οι πρωταγωνιστές της εποχής, της Ανγκελα Μέρκελ περιλαμβανομένης. Παρά τα πρόδρομα σημάδια και παρά τις προειδοποιήσεις, ένας ολόκληρος πλανήτης πιάστηκε στον ύπνο.

Τα σημάδια μιας νέας κρίσης είναι πολύ εμφανή για να τα αγνοήσει κανείς. Στο κάτω-κάτω βρέχει πυραύλους και σφαίρες, δεν ψιχαλίζει ενυπόθηκα δάνεια και κρυφά ελλείμματα. Η Ιστορία γράφεται σήμερα σε στρατιωτικούς χάρτες και όχι με τα ψιλά γράμματα της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Είναι κάτι που αξίζει να κρατήσουμε για τα απομνημονεύματα του μέλλοντός μας. Μαζί με την παρατήρηση μιας άλλης συγγραφέως. Η οποία έλεγε πως «το πιο δύσκολο κομμάτι όταν γράφει κανείς τα απομνημονεύματά του δεν είναι τι θα συμπεριλάβει σε αυτά, αλλά τι θα αφήσει απέξω…».