Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ θα είναι ιστορική; Αν δοθεί πράσινο φως στην Ουκρανία και τη Σουηδία, ναι. Αλλά πόσο ρεαλιστικό είναι κάτι τέτοιο;
Οι δύο περιπτώσεις είναι ασφαλώς πολύ διαφορετικές. Η Ουκρανία έχει λάβει υπόσχεση ήδη από το 2008 (αποφάσεις συνόδου κορυφής Βουκουρεστίου) ότι θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, χωρίς αυτό να προσδιορίζεται χρονικά. Υπό τις παρούσες συνθήκες ένας αριθμός χωρών-μελών υποστηρίζει τη συγκεκριμενοποίηση αυτής της προοπτικής. Οχι όμως και η πλειοψηφία, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων.
Τολμούμε την πρόβλεψη ότι η Ουκρανία θα λάβει στη σύνοδο κορυφής του Βίλνιους μια σαφή δέσμευση των χωρών-μελών της Συμμαχίας ότι η ένταξή της δεν θα αργήσει, χωρίς ωστόσο να της δοθεί συγκεκριμένη ημερομηνία. Η παρουσία του Ζελένσκι θα επιβεβαιώσει ότι οι δύο πλευρές είναι πιο κοντά παρά ποτέ αλλά δεν θα κάμψει αντιρρήσεις που εδράζονται στην πεποίθηση πολλών χωρών ότι το «πράσινο φως» στην Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κανονικό πόλεμο με τη Ρωσία.
Η Σουηδία θα είχε γίνει ήδη μέλος αν ο Ερντογάν και ο Ορμπαν δεν απέφευγαν να δυσαρεστήσουν τον Πούτιν. Το ουγγρικό κοινοβούλιο δεν έχει επικυρώσει τη σχετική απόφαση και η Αγκυρα επιδίδεται στο γνωστό ανατολίτικο παζάρι. Η πιθανότερη έκβαση είναι να εμφανισθεί στη σύνοδο ο Ερντογάν αφού έχει αποσπάσει ό,τι μπορέσει ως αντάλλαγμα και να κάνει «δώρο» την τελευταία στιγμή τη συναίνεσή του.
Οι πιο έμπειροι αναλυτές των ρωσικών πραγμάτων βλέπουν το ρήγμα της Ρωσίας με τη Δύση να βαθαίνει και να μην κλείνει για τα επόμενα πολλά χρόνια, ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου
Το θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία θα είναι ίσως το πιο ακανθώδες της συνόδου. Πρόθεση των χωρών-μελών είναι να ενισχύσουν τη Συμμαχία με όλα τα μέσα που θα μπορούν να προστατεύσουν την επικράτειά της. Ο πόλεμος με τη Ρωσία δεν είναι ανοιχτός αλλά θα είναι απ’ ό,τι φαίνεται διαρκής. Παρά τις αναταράξεις στο καθεστώς Πούτιν που προκάλεσε η επέλαση Πριγκόζιν, δεν διαφαίνεται η ανατροπή του. Εάν δε εξαναγκαζόταν σε παραίτηση, η διάδοχη κατάσταση εκτιμάται ότι θα ήταν χειρότερη, μια ανοιχτή δικτατορία κατά πάσα πιθανότητα.
Κατά συνέπεια το ΝΑΤΟ θα παραμείνει η αναντικατάστατη για την ασφάλεια της Ευρώπης συμμαχία από τη στιγμή που η ΕΕ δεν μπορεί να αναλάβει αυτό τον ρόλο. Οι πιο έμπειροι αναλυτές των ρωσικών πραγμάτων βλέπουν το ρήγμα της Ρωσίας με τη Δύση να βαθαίνει και να μην κλείνει για τα επόμενα πολλά χρόνια ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου. Θαύματα ασφαλώς γίνονται αλλά μια ηττημένη Ρωσία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι ακόμη πιο επικίνδυνη.
Οσα συμβαίνουν στο ΝΑΤΟ αφορούν την Ελλάδα άμεσα λόγω της ιδιότητας της χώρας-μέλους αλλά και λόγω του ειδικού ρόλου που της έχουν αναθέσει οι ΗΠΑ στην περιοχή. Ο ρόλος αυτός ενισχύει την αποτρεπτική της ικανότητα και επηρεάζει τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Το ζητούμενο για την ελληνική κυβέρνηση είναι να αξιοποιήσει αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα για μια καλύτερη ισορροπία στις σχέσεις με την Τουρκία. Το ΝΑΤΟ είναι ίσως ο «φυσικός χώρος» διαλόγου με τη γείτονα στο στρατιωτικό επίπεδο για την αναζήτηση ενός αμοιβαία αποδεκτού modus vivendi και δεν έχει επαρκώς αξιοποιηθεί. Απόπειρες στο παρελθόν, όπως τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που εγκαινιάσθηκαν το 2002, με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, δεν μακροημέρευσαν παρότι για την εφαρμογή τους ήταν επιφορτισμένοι δύο κορυφαίοι διπλωμάτες, ο Βασίλης Κασκαρέλης και ο Ονούρ Οϊμέν, μόνιμοι αντιπρόσωποι στο ΝΑΤΟ των δύο χωρών. Στο ερώτημα που συχνά ακούγεται στον ελληνικό δημόσιο διάλογο αν η Συμμαχία γέρνει προς τη μεριά της Τουρκίας, η απάντηση είναι σαφής: ο τρόπος λειτουργίας του ΝΑΤΟ δεν αφήνει περιθώρια για προνομιακές σχέσεις κανενός μέλους σε βάρος άλλου. Αλλά το ειδικό βάρος κάθε χώρας συναρτάται με τη συμμετοχή και συμβολή της σε συμμαχικές δραστηριότητες. Η Τουρκία αξιοποιεί στο έπακρο αυτή τη δυνατότητα. Η Ελλάδα δυστυχώς όχι. Μήπως να κάνουμε μια νέα αρχή;
Η κυρία Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.