Ακόμα και στις καλύτερες γειτονιές του κόσμου, όπως στις ΗΠΑ για παράδειγμα, το πρόσωπο της ακρίβειας εμφανίστηκε κυρίως στα καταστήματα τροφίμων και επιμένει ακόμα εκεί. Δεν είναι δηλαδή μόνο ελληνικό φαινόμενο. Απλά στην Ελλάδα το πρόβλημα των ανεξέλεγκτων τιμών των τροφίμων ήταν πάντα ένα μόνιμο φαινόμενο.
Το μακρινό 2011 του πρώτου πλήρους χρόνου της ελληνικής χρεοκοπίας, ο μέσος πληθωρισμός (γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή) ήταν στα σημερινά και πάλι επίπεδα κοντά στο 3,1%. Στα τρόφιμα ήταν σχεδόν διπλάσιος. Ξεκίνησε με 5,9% τον Ιανουάριο του 2011, ανέβηκε στο 6,1% τον Μάρτιο του ίδιου έτους, για να κλείσει τον Δεκέμβριο στο 4,3%, όταν η κατανάλωση είχε αρχίσει να καταρρέει λόγω των μέτρων λιτότητας που εφαρμόζονταν.
Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι και τότε το βρεφικό γάλα (πωλούνταν τότε μόνο στα φαρμακεία) ήταν το ακριβότερο στην Ευρώπη, ενώ το ίδιο ίσχυε σε μια σειρά από βασικά καταναλωτικά αγαθά. Ολα αυτά, όταν δεν υπήρχε κρίση διεθνούς κύματος ακρίβειας. Σιγά μην τη γλιτώναμε τη στιγμή των πολλαπλών διεθνών κρίσεων. Από τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, στις μειωμένες παραγωγές και ελλείψεις δημητριακών, στην ξηρασία στα ελαιόδεντρα, στο πρόβλημα με τις παραγωγές κακάο και καφέ στην Αφρική, μέχρι τον χυμό πορτοκαλιού στη Νότια Αμερική.
Ολα αυτά σκάνε ως επίπτωση στην Ελλάδα, γιγαντωμένα. Οχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί η δική μας εφοδιαστική αλυσίδα, οι χονδρέμποροι, μέρος της βιομηχανίας, το λιανεμπόριο, είχαν μάθει να δουλεύουν με υψηλά ποσοστά κέρδους πριν την κρίση. Και μέσα στην πληθωριστική κρίση είδαν ευκαιρία και επιχείρησαν να τα αυξήσουν κι άλλο.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που τα τρόφιμα είναι ακριβότερα σε εμάς, σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν υψηλότερους μισθούς. Αυτό το κενό προσπαθεί να καλύψει η κυβέρνηση αυξάνοντας συνεχώς τον κατώτατο μισθό. Απλά είναι σαν τον «σκύλο που κυνηγάει την ουρά του» και δεν μένει κάτι που να ενισχύει την παραγωγικότητα και να δημιουργεί ένα υγιές πρότυπο ανάπτυξης στην οικονομία.
Οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα περιθώρια, στραγγίζοντας το εισόδημα των εργαζομένων. Τα κέρδη που προκύπτουν οι επιχειρήσεις τα επενδύουν σε μη παραγωγικούς τομείς (ακίνητα κ.λπ.). Ως αντιστάθμισμα του «στραγγίσματος» αυξάνουν οι μισθοί των εργαζομένων, χωρίς όμως αυτή η αύξηση να δικαιολογείται από την αύξηση της παραγωγικότητας της επιχείρησης.
Ως τελικό αποτέλεσμα υποθηκεύεται το μέλλον των ίδιων των επιχειρήσεων, που κάποια στιγμή θα «σκάσει». Τότε ενδεχομένως θα αντιληφθούμε, γιατί αντί να αφήσουμε το 50ευρο να γίνει 37 ευρώ ήταν εξαιρετικά σημαντικό να το κρατήσουμε πάνω από τα 40 ευρώ. Αλλά μάλλον τότε θα είναι αργά.