«Με λένε Στέφανο και έχω να σας πω κάτι». Ο άνθρωπος που έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν διέθετε πολιτικό προφίλ. Είχε όμως ταυτότητα. Ονομα, τόπο, ημερομηνία γέννησης. Αλλά και μια προσωπική διαδρομή από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου έως την άλλη πλευρά του Ατλαντικού πάνω στην οποία έκτισε το αφήγημα ενός βίαιου ξεριζωμού. Δεν ήταν εκείνος που έφυγε, αλλά η χώρα που τον έδιωξε, έτσι όπως συνηθίζει να διώχνει τα πιο λαμπρά μυαλά της.
Από εκείνο το βίντεο στα σόσιαλ μίντια με το οποίο συστήθηκε στο ευρύ κοινό, θέτοντας υποψηφιότητα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε πως η πολιτική Κασσελάκη ήταν ο ίδιος ο Κασσελάκης. Οταν οι υπόλοιποι υποψήφιοι αρχηγοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθούσαν να φρεσκάρουν το πολιτικό τους προφίλ – ένα προφίλ που είχε δοκιμαστεί σκληρά από τις αντιπολιτευτικές τους αυταπάτες και τις κυβερνητικές τους προσαρμογές στην πραγματικότητα –, εκείνος δεν είχε παρά να δειγματίσει τον ολόφρεσκο εαυτό του ως μεταμορντένο πολιτικό προϊόν.
Σχεδόν έναν χρόνο μετά, το πολιτικό προφίλ Κασσελάκη αξιολογείται ακόμη και από τους συντρόφους που τον στήριξαν στην ηγεσία περισσότερο μεταπολιτικό παρά μεταμοντέρνο. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε ασφαλώς να αλλάξει όνομα και να επανασυστηθεί με ένα νέο βίντεο. Ούτε και να προσφέρει σε νέο αμπαλάζ μια προσωπική διαδρομή που στο μεταξύ είχε εμπλουτιστεί με ρεπουμπλικανικές αποκλίσεις της πρώτης του νιότης, αστακοκάραβα, υπερβολικές δόσεις εγχώριου λάιφσταϊλ και σηπτικές δεξαμενές. Τι έμενε; Να αλλάξει το όνομα στο κόμμα και μαζί με αυτό τα ονόματα σε μερικά κομματικά όργανα. Αλλά αυτό που μένει να φανεί τώρα δεν είναι πώς θα λένε το κόμμα και τα όργανά του. Είναι εάν θα υπάρχει.
Καθόλου παράδοξα, αυτή η υπαρξιακή συνθήκη του ενός αγγίζει τόσο το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα ώστε να υπενθυμίζει πως η αξιωματική αντιπολίτευση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την παρακολουθεί κανείς από απόσταση και ως μαύρη κωμωδία. Η κυβέρνηση ψάχνει αντίπαλο ή τέλος πάντων ένα αντίπαλον δέος που θα συσπειρώσει το κοινό της. Είναι προτιμότερη, λένε, μια «απειλή» της τάξης του 30%. Γιατί; Επειδή θα μας εκτοξεύσει από το πελιδνό 25% των τελευταίων μετρήσεων στο κραταίο 35% και πάνω.
Ασφαλώς πρέπει να προσέχει κανείς τι εύχεται. Και έπειτα, η πολιτική δεν είναι μια υπόθεση εκλογομαγειρικής. Η κυβέρνηση δεν χρειάζεται μια καλύτερη αντιπολίτευση για να αποφασίσει εάν θα αναστήσει τον μεταρρυθμιστικό της οίστρο, με όλες τις προσδοκίες που θα γεννήσει αλλά και όλες τις συγκρούσεις που θα προκαλέσει η ανάσταση του οίστρου, ή εάν θα πορευτεί στον δρόμο μιας φοβικής πολιτικής διαχείρισης μειωμένων προσδοκιών και με οδηγό το ελάχιστο δυνατό κόστος. Πρέπει απλώς να πάρει μια απόφαση.
Πρόκειται για μια απόφαση στρατηγικής και προς το παρόν τίθεται ως δίλημμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται ένας κάποιος διχασμός στο Μαξίμου. Να πάμε έτσι ή αλλιώς; Δεν είναι μόνο το υπαρξιακού τύπου ερώτημα που μαρτυρεί πως από την απάντηση θα κριθούν οι αντοχές και εν τέλει η επιβίωση μιας κυβέρνησης που στην πρώτη της θητεία και την εποχή που ο οίστρος της ήταν ακόμη ακμαίος επαγγέλθηκε τον «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό».
Πού βρίσκεται σήμερα εκείνο το αφήγημα που έπιανε το νήμα από τον Ελεύθεριο Βενιζέλο, περνούσε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και έφτανε έως τον Κώστα Σημίτη; Ο ίδιος ο Σημίτης πάντως βρισκόταν πριν από λίγες μέρες στο Ζάππειο και στη γιορτή ενός κόμματος που είχε αλλάξει όνομα πριν ξαναβαφτιστεί ΠαΣοΚ, μετριέται πλέον ως αξιωματική αντιπολίτευση στις δημοσκοπήσεις και έχει τη φιλοδοξία να μην εκλέξει απλώς νέο αρχηγό για την ηγεσία του, αλλά υποψήφιο πρωθυπουργό για τη χώρα. Για να βρει επιτέλους και η κυβέρνηση τον αντίπαλο που ψάχνει εναγωνίως και τόσο καιρό.